Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [401 - 420]
δεσμεύω, μέλ. -σω (δεσμός), βάζω σε δεσμά, φυλακίζω με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· δένω, σφίγγω μαζί, δεματιάζω, όπως τα στάχυα στο δεμάτι, σε Ησίοδ.
δεσμέω, μέλ. -ήσω, = δεσμεύω, σε Κ.Δ.
δέσμιον, τό, = δεσμός, σε Ανθ.
δέσμιος, -ον και , -ον (δεσμός), I. δεσμευτικός· μεταφ., μαγευτικός, με γεν., ὕμνος δ. φρενῶν, σε Αισχύλ. II. Παθ., δεσμευμένος, αιχμάλωτος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
δεσμός, , πληθ. δεσμά όπως επίσης και δεσμοί (δέω), 1. οτιδήποτε προορίζεται για συγκόλληση, σύνδεση, δέσιμο, σε Όμηρ. κ.λπ.· καπίστρι, σε Ομήρ. Ιλ.· καραβόσχοινο της άγκυρας, σε Ομήρ. Οδ.· ιμάντας της πόρτας, στο ίδ.· ιμάντας του ζυγού, σε Ξεν. 2. στον πληθ., δεσμά, αλυσίδες, σε Αισχύλ., Θουκ.· στον ενικ. περιληπτικά, δεσμά, φυλάκιση, εγκλεισμός σε φυλακή, δεσμωτήριο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
δεσμο-φύλαξ[ῠ], -ακος, , , δεσμοφύλακας, σε Λουκ.
δεσμόω, μέλ. -ώσω = δεσμεύω.
δέσμωμα, -ατος, τό, δεσμός, δεσμά, σε Αισχύλ.
δεσμωτήριον, τό (δεσμόω), φυλακή, ειρκτή, σε Ηρόδ., Θουκ.
δεσμώτης, -ου, (δεσμόω), I. φυλακισμένος, αιχμάλωτος, σε Ηρόδ., Αττ. II. ως επίθ., αλυσοδεμένος, σιδηροδέσμιος, δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. δεσμῶτις, σε Σοφ.
δεσπόζω, μέλ. -όσω, απαρ. αόρ. αʹ δεσπόσαι· 1. απόλ., είμαι κυρίαρχος, άρχοντας ή αφέντης, κερδίζω την αρχηγία, υπερέχω, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. με γεν., είμαι κύριος ή αφέντης κάποιου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.· δεσπόζειν φόβης, είμαι κύριος, σε Αισχύλ.· μεταφ., κατέχω το θέμα σε βάθος, δ. λόγου, στον ίδ. 3. με αιτ., εξασκώ εξουσία πάνω σε κάτι, σε Ευρ.
δέσ-ποινα, , θηλ. του δεσπότης, 1. κυρία, αρχόντισσα, οικοδέσποινα του σπιτιού, Λατ. hera, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Ομήρ. Οδ. 2. στην Αττ., λέγεται για τις θεές, όπως η Άρτεμις, σε Σοφ.· η Περσεφόνη, σε Πλάτ.
δεσποσύνη, (δεσπότης), = δεσποτεία, σε Ηρόδ.
δεσπόσυνος, -ον και , -ον (δεσπότης), I. αυτός που ταιριάζει στον κύριο ή τον άρχοντα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· δ'ἀνάγκαι, αυθαίρετη εξουσία, διακυβέρνηση, στον ίδ. II. ως ουσ. = δεσπότης, σε Τυρτ.
δεσποτεία, (δεσπότης), 1. εξουσία αφέντη πάνω στους δούλους ή σχέση αφέντη με τους δούλους, σε Αριστ. 2. απόλυτη αρχή, απολυταρχία, εξουσία, δεσποτισμός, σε Ισοκρ.
δεσποτέω, μέλ. -ήσω, = δεσπόζω, με γεν., σε Πλάτ.· — Παθ., κυβερνούμαι δεσποτικά, σε Αισχύλ., Ευρ.
δεσ-πότης, -ου, , κλητ. δέσποτᾰ, I. 1. αφέντης, άρχοντας, κύριος του σπιτιού, ιδιοκτήτης, οικοδεσπότης, Λατ. herus, dominus, σε Αισχύλ., κ.λπ· κυρίως σε σχέση με τους δούλους, ώστε η προσφώνηση ενός δούλου προς τον κύριό του ήταν, ὦ δέσποτ' ἄναξ ή ὦναξ δέσποτα, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για τους Ασιάτες άρχοντες, δεσπότης, τύραννος, απόλυτος μονάρχης, αυθέντης, δυνάστης, του οποίου οι υπήκοοι είναι δούλοι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ο πληθ. χρησιμ. από τους ποιητές για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως τύραννοι, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για τους θεούς, σε Ευρ., Ξεν. II. γενικά, ιδιοκτήτης, κύριος, αφέντης, κάτοχος, κώμου, σε Αισχύλ., Σοφ. (η κατάληξη -πότης προέρχεται πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το πόσις, και Λατ. pot-is, pot-ior· το δεσ- είναι αμφίβ.).
δεσποτικός, , -όν (δεσπότης), I. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον αφέντη, δεσποτικαὶ συμφοραί, δυστυχίες που προκύπτουν στον αφέντη κάποιου, σε Ξεν. II. λέγεται για πρόσωπα, επιρρεπής προς την τυραννική συμπεριφορά, δυναστικός, τυραννικός, δεσποτικός, σε Πλάτ.
δεσπότις, , =δέσποινα, αιτ. δεσπότιν, σε Σοφ., Ευρ.· δοτ. δεσπότιδι, σε Ανθ.
δεσποτίσκος, , υποκορ. του δεσπότης, σε Ευρ.