Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [201 - 220]
δέδρᾱκα, παρακ. του δράω.
δεδράμηκα, παρακ. του τρέχω· επίσης δέδρομα.
δεδύκειν[ῡ], Δωρ. αντί δεδυκέναι, απαρ. παρακ. του δύω.
δέελος, , -ον, ασυναίρετος τύπος του δῆλος, σε Ομηρ. Ιλ.
δέημα, -ατος, τό (δέομαι), ικεσία, παράκληση, σε Αριστοφ.
δέησις, -εως, (δέομαι), παράκληση, ικεσία, προσευχή, σε Δημ., Κ.Δ.
δεητικός, , -όν (δέομαι), ικετευτικός, παρακλητικός, σε Πλούτ.
δεῖ, υποτ. δέῃ, συνηρ. δῇ, ευκτ. δέοι, απαρ. δεῖν, μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, παρατ. ἔδει, Ιων. ἔδεε, μέλ. δεήσει, αόρ. αʹ ἐδέησε· — απρόσ. (από το δέω Α, δένω): I. 1. με αιτ. προσ. και απαρ., δεῖτινὰ ποιῆσαι, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα πράγμα, κάποιος πρέπει, κάποιος οφείλει να κάνει κάτι, Λατ. oportet, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως, δεῖ σε ὅπως δείξεις = δεῖ σε δεῖξαι, σε Σοφ.· — σπανίως επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει ανάγκη να κάνει κάποιος· δεῖ τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν. 2. με αιτ. πράγμ. και απαρ., δεῖ τι γενέσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· για τη φράση οἴομαι δεῖν, βλ. οἴομαι· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ (ενν. πείθειν), σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. (από το δέω Β, θέλω, επιθυμώ) με γεν. πράγμ., υπάρχει ανάγκη από..., υπάρχει έλλειψη, Λατ. opus est re, οὐδὲν δεῖ τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, πολλοῦ δεῖ, πολύ λείπει, απέχει μακριά· ὀλίγου δεῖ, λίγο λείπει, σχεδόν· σε απαντήσεις, πολλοῦ γε δεῖ, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, μακριά απ' αυτό, χρειάζονται πολλά, σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος δεῖ, απέχει ακόμα πολύ απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου δεῖν, απόλ., με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.· μικροῦ δεῖν, σε Δημ. 2. με δοτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ μοί τινος, Λατ. opus est mihi re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. 3. με αιτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ σε προμηθέως, σε Αισχύλ. III. 1. ουδ. μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, απόλ., όπως το ἐξόν, παρόν, είναι αναγκαίο, είναι πρέπον, quum oporteret, σε Πλάτ.· οὐκ ἀπήντα, δέον, δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν δέον, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη, σε Ηρόδ. 2. αντί δέον, τό, ως ουσ., βλ. αυτ.
δεῖγμα, -ατος, τό (δείκνυμι), 1. υπόδειγμα, πρότυπο, παράδειγμα, απόδειξη, δείγμα, Λατ. documentum, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· δείγματος ἕνεκα, με τη μέθοδο του δείγματος, σε Δημ. 2. τοποθεσία του Πειραιά, όπου οι έμποροι εξέθεταν τα εμπορεύματά τους για πώληση, παζάρι, σε Ξεν., Δημ.
δειγματίζω, μέλ. -σω (δεῖγμα), κάνω επίδειξη κάποιου πράγματος, σε Κ.Δ.
δείδεκτο, γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
δειδήμων, -ον, γεν. -ονος (δείδω), δειλός, μικρόψυχος, φοβιτσιάρης, σε Ομήρ. Ιλ.
δείδια, Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).
δειδίσκομαι, αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., (δείκνυμι II)· 1. συναντώ με απλωμένο χέρι, χαιρετώ, καλωσορίζω· δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί, σε Ομήρ. Οδ.· δέπαϊ δειδίσκετο, έκανε πρόποση για εκείνον σηκώνοντας την κούπα (του), στο ίδ.· επίσης δεδισκόμενος, στο ίδ. 2. = δείκνυμι I, επιδεικνύω, δείχνω, σε Ομηρ. Ύμν.
δειδίσσομαι, Αττ. δεδίττομαι, μέλλ. -ίξομαι, αόρ. αʹ ἐδειδιξάμην, αποθ., Ενεργ. του δείδω, τρομάζω, φοβερίζω, κινητοποιώ, ειδοποιώ, αφυπνίζω, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι, τον τρομάζει από το πτώμα του νεκρού, στο ίδ.· οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι, δεν φαίνεται να προσπαθεί να σε τρομάξει, στο ίδ.· με απαρ., φευγέμεν δειδίσσετο, σε Θεόκρ.· στον Αττ. τύπο, σε Πλάτ., Δημ.
δέδοικα, Επικ. παρακ. του δείδω.
δείδω, ενεστ. μόνο στο πρώτο πρόσ., δέδοικα ή δέδια που χρησιμ. πάντοτε ως ενεστ. στην Αττ.· μέλ. δείσομαι, αόρ. αʹ ἔδεισα, Επικ. ἔδδεισα, παρακ. με ενεστ. σημασία δέδοικα, Επικ. δείδοικα· επίσης δέδια, Επικ. δείδια I, προστ. δέδῐθι, Επικ. δείδιθι, απαρ. δεδιέναι, Επικ. δειδίμεν (πρέπει να διαχωρίζεται από το αʹ πληθ. οριστ. δείδιμενμτχ. δεδιώς, Επικ. πληθ. δειδιότες· υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐδεδοίκειν, επίσης ἐδεδίειν, Επικ. πληθ. ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν, δείδισαν (για τη ρίζα, βλ. δίω), Φοβάμαι, απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. ακολουθ. από πρόθ., δ. περί τινι, είμαι αναστατωμένος, ανήσυχος για, σχετικά με..., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἀμφί τινι, περί τινος, ὑπέρ τινος, στους ίδ.· συνοδευόμενο από δευτερεύουσα πρόταση με το μή..., Λατ. vereor ne..., φοβάμαι μήπως..., ακολουθ. από υποτ.· σπανίως με οριστ., δείδω μὴ νημερτέα εἶπεν, σε Ομήρ. Οδ.· δ. μὴ οὐ..., Λατ. vereor ut..., φοβάμαι μήπως δεν..., ακολουθ. από υποτ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 3. με αιτ., φοβάμαι, τρέμω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. τὸ δεδιός, το αντικείμενο φόβου κάποιου, ο φόβος του, =δέος, σε Θουκ.
δειελιάω, μέλ. -ήσω (δείελος), περιμένω ως το δειλινό, σὺ δ' ἔρχεο δειελιήσας, σε Ομήρ. Οδ.
δειελινός, , -όν, = δείελος, εσπερινός, σε Θεόκρ.
δείελος, -ον (δείλη), I. αυτός που χαρακτηρίζει ή ανήκει στο δειλινό· δείελον ἦμαρ, το μέρος της ημέρας που πλησιάζει στο βράδυ, δειλινό, δείλι, βράδυ, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. II. ως ουσ. (ενν. χρόνος), το προχωρημένο απόγευμα· εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος, σε Ομήρ. Ιλ.