Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1961 - 1980]
δρόμος, (δραμεῖν),· I. 1. αγώνας δρόμου, τρέξιμο, «κούρσα», σε Όμηρ. (βλ. τείνωοὐρίῳ δρόμῳ, σε ευθύ δρόμο, στην ευθεία, σε Σοφ.· λέγεται για κάθε γρήγορη κίνηση, π.χ. για πτήση, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, ἡμέρης δρ., τρέξιμο μιας μέρας, δηλ. η απόσταση που μπορεί να διανύσει κάποιος μέσα σε μία μέρα, σε Ηρόδ.· δρόμῳ, τρέχοντας, στον ίδ., σε Αττ. 2. αγώνας με τα πόδια· παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, αγωνίζομαι για όλα, σε Ηρόδ.· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, σε Αριστοφ. 3. το μήκος του σταδίου, διαδρομή ή στάδιο, άθλημα, αγώνας δρόμου, σε Σοφ. II. 1. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο, τόπος για βόσκηση κοπαδιών, σε Ομήρ. Οδ. 2. αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ.· δημόσιος περίπατος, Λατ. ambulatio, σε Ευρ., Πλάτ.· παροιμ., ἔξω δρόμου ή ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, παρεκκλίνω από την πορεία, δηλ. παρεκκλίνω από το ζήτημα, από το θέμα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ἐκ δρόμου πεσεῖν, σε Αισχύλ.
δροσερός, , -όν (δρόσος), δροσολουσμένος, υγρός, γεμάτος νερό, νερουλός, σε Ευρ., Αριστοφ.
δροσίζω, μέλ. -σω (δρόσος), δροσίζω, υγραίνω, νοτίζω, βρέχω, ραντίζω, σε Αριστοφ.
δροσινός, , -όν, = δροσερός, σε Ανθ.
δροσόεις, -εσσα, -εν, = δροσερός, σε Ευρ.
δρόσος, , I. 1. δροσιά, Λατ. ros, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. καθαρό νερό, σε Αισχύλ. II. οτιδήποτε τρυφερό, όπως ἕρση II, τα μικρά των ζώων, στον ίδ.
δροσ-ώδης, -ες (εἶδος), δροσερός, υγρός, νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ.
Δρυάς, -άδος, (δρῦς), Δρυάδα, νύμφη της οποίας η ζωή ήταν συνδεδεμένη με το δέντρο που προστάτευε, σε Πλούτ.· πρβλ. Ἁμαδρυάς.
δρύϊνος, , -ον (δρῦς), φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· δρ. πῦρ, φωτιά από ξύλα βελανιδιάς, σε Θεόκρ.· μέλι δρ., σε Ανθ.
δρυ-κολάπτης, , = δρυοκολάπτης, σε Αριστοφ.
δρῡμός, , ετερογενής πληθ. δρῠμά (δρῦς), άλσος από βελανιδιές και γενικά, άλσος, δάσος· μόνο στον πληθ. δρυμά, σε Όμηρ.· δρυμός στο Σοφ., Ευρ.
δρῡμών, -ῶνος, , = δρυμός, σε Βάβρ.
δρυο-κοίτης, -ου, (κοίτη), αυτός που ζει, κατοικεί στη βελανιδιά, τέττιξ, σε Ανθ.
δρυο-κολάπτης, -ου, (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.
δρύοχοι, οἱ (δρῦς, ἔχω),· I. υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η καρίνα (τρόπις) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., δρυόχους τιθέναι δράματος, τοποθετώ τη βάση του καινούριου έργου, ξεκινώ νέο δράμα σε Αριστοφ.· ἐκ δρυόχων, από το ξεκίνημα, από την αρχή, σε Πλάτ. II. = δρυμά, δάση, σε Ανθ.· ομοίως, ετερογενής πληθ., δρύοχα, σε Ευρ.
δρύοψ, -οπος, , είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.
δρύππᾱ, , Λατ. druppa, υπερώριμος καρπός ελιάς, «θρούμπα», σε Ανθ.
δρύπτω (√ΔΡΥΦ), μέλ. δρύψω, αόρ. αʹ ἔδρυψα, Επικ. δρύψαΠαθ. αόρ. αʹ ἐδρύφθην, σε Βάβρ.· σχίζω, απογυμνώνω, γδέρνω, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., δρυψαμένω παρειάς, ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο ένας του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως ένδειξη πένθους και θρήνου, δρύπτεσθαι παρειάν, ξεσχίζω το μάγουλό μου, σε Ευρ.
δρῦς, , γεν. δρῠός, αιτ. δρῡν· πληθ., ονομ. και αιτ. δρῦς ή δρύες, δρύας, γεν. δρυῶν· I. αρχικά, κάθε δέντρο (το οποίο πραγματικά προέρχεται από την ίδια ρίζα), κοινώς, βελανιδιά, Λατ. quercus, σε Όμηρ. κ.λπ.· αποδιδόμενο στον Δία, ο οποίος έδινε τους χρησμούς του από τις βελανιδιές της Δωδώνης, σε Ομήρ. Οδ.· από όπου, αἱ προσήγοροι δρύες, σε Αισχύλ.· παροιμ., οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι οὐδ' ἀπὸ πέτρης, εσύ δεν φύτρωσες ούτε από τα δάση ούτε από τους βράχους, δηλ. έχεις γονείς και πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.· οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης ὀαρίζειν, δεν είναι τώρα καιρός να μιλάμε ήσυχα, από δέντρο ή βράχο, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για τα υπόλοιπα δέντρα, πίειρα δρῦς, το ρητινώδες ξύλο (του πεύκου), σε Σοφ.· λέγεται για την ελιά, σε Ευρ. III. μεταφ., εξασθενημένος γέροντας, σε Ανθ.
δρῠ-τόμος, (τέμνω), ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.