Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1921 - 1940]
δρᾱπέτης, -ου, Ιων. δρηπέτης, -εω, (δι-δράσκω), 1. δραπέτης, φυγάς, Λατ. fugitivus, βασιλέος, από το βασιλιά, σε Ηρόδ.· δραπέτης δούλος, στον ίδ. 2. ως επίθ., αυτός που διαφεύγει, αυτός που δραπετεύει, που χάνεται, που εξαφανίζεται, δραπέτης κλῆρος, κλήρος που θρυμματίζεται και διαλύεται πριν εξαχθεί από την κληρωτίδα, όπως ο σβώλος χώματος, σε Σοφ.
δρᾱπετίδης, -ου, , = το προηγ., σε Μόσχ.
δρᾱπετικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ.θρίαμβος, θρίαμβος δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.
δρᾱπέτις, -ιδος, , θηλ. του δραπέτης, σε Ανθ.
δρᾱπετίσκος, , υποκορ. του δραπέτης, σε Λουκ.
δρᾱσείω, εφετικό του δράω, έχω διάθεση να κάνω, επιθυμώ να κάνω, σε Σοφ., Ευρ.
δράσῑμος[ᾱ], -ον, = δραστήριος, τὸ δρ., δραστηριότητα, σε Αισχύλ.
δρασμός, Ιων. δρησμός, (διδράσκω), απόδραση, δραπέτευση, φυγή, διαφυγή, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· στον πληθ., σε Ευρ.
δράσομαι[ᾱ], μέλ. του δράσκω.
δράσσομαι, Αττ. δράττομαι, μέλ. δράξομαι, αόρ. αʹ ἐδραξάμην, παρακ. δέδραγμαι ή δέδαργμαι, βʹ πρόσ. ενικ. δέδαρξαι, αποθ.: I. 1. λαμβάνω, συλλαμβάνω με το χέρι, πιάνω σφιχτά· με γεν. πράγμ., κόνιος δεδραγμένος, πιάνοντας σφιχτά μια χούφτα από σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος δεδραγμένος, σε Σοφ. 2. καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι; σε Ευρ.· δραξάμενος φάρυγος, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ. II. με αιτ. πράγμ., πιάνω με τη «χούφτα», παίρνω με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
δραστέος, , -ον, I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ. II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.
δραστήριος, -ον (δράω),· 1. ενεργητικός, αποτελεσματικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ δρ., δραστηριότητα, ενεργητικότητα, σε Θουκ. 2. με αρνητική σημασία, αυθάδης, ξεδιάντροπος, θρασύς, σε Ευρ.
δραστικός, , -όν, = δραστήριος, σε Πλάτ.
δρᾰτός, , -όν, με μετάθεση αντί δαρτός, ρημ. επίθ. του δέρω, γδαρμένος, αυτός που του έχει αφαιρεθεί το δέρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
δραχμή, (δράσσομαι), κυρίως, όσα μπορεί να συγκρατήσει κάποιος μέσα στην παλάμη του, όπως το δράγμα· 1. μία από τις Αττ. μονάδες βάρους, δραχμή, που ζύγιζε γύρω στα 4,3 γραμμάρια· η Αιγινήτικη ήταν τα 2/3 της Αττικής. 2. Αττ. νομισματική μονάδα, δραχμή, αξίας 6 οβολών, δηλ. περίπου = με το Ρωμαϊκό denarius και το Γαλλ. franc, σε Ηρόδ. κ.λπ.
δραχμιαῖος, , -ον, αυτός που αξίζει μια δραχμή, αυτός που ανέρχεται στο ποσό της μίας δραχμής, σε Αριστ.
δράω, υποτ. δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, ευκτ. δρῷμι, Επικ. δρώοιμι, παρατ. ἔδρων, μέλ. δράσω, αόρ. αʹ ἔδρᾱσα, Ιων. ἔδρησα, παρακ. δέδρᾱκαΠαθ. αόρ. αʹ ἐδράσθην, παρακ. δέδρᾱμαι· πράττω, κάνω, ενεργώ, ιδίως, πραγματοποιώ, κατορθώνω κάτι μεγάλο, καλό ή κακό, πρβλ. Λατ. facinus, σε Αττ.· συχνά, αντίθ. προς το πάσχω, ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, σε Αισχύλ.· κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι, στον ίδ.· παροιμ., «δράσαντι παθεῖν», εάν κάνεις κάτι περίμενε και τις συνέπειές του, στον ίδ.· πεπονθότα μᾶλλον ἢ δεδρακότα, πράξεις παθητικές περισσότερο παρά ενεργητικές, σε Σοφ.· ομοίως, τὸ δρῶν, εκτέλεση ενός πράγματος, στον ίδ.· εὖ ή κακῶς δρᾶν τινα, ευεργετώ ή βασανίζω κάποιον, σε Θέογν., Σοφ.
δρεπάνη[ᾰ], (δρέπω), = δρέπανον, δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαδευτήρι, σε Ησίοδ.
δρεπᾰνη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει, αυτός που κουβαλά δρεπάνι ή ξίφος δρεπανοειδές· ἅρμα δ., άρμα που φέρει, έχει δρεπάνια κι απ' τις δύο πλευρές, σε Ξεν.
δρεπᾰνο-ειδής, -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ.