
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Δ"
- δρᾶθι, προστ. αορ. βʹ του διδράσκω· δραίην, ευκτ.
- δραίνω, κατά πολύ όμοιο με το δρασείω, είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
- δράκαινα, -ης, ἡ, θηλ. του δράκων (πρβλ. Λάκαινα), δράκαινα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.
- δρᾰκεῖν, δρακῆναι, απαρ. Ενεργ. και Παθ. αορ. βʹ του δέρκομαι· δράκον, Επικ. αόρ. βʹ του Ενεργ. τύπου.
- δρᾰκόντειος, -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
- δρᾰκοντ-ολέτης, -ου, ὁ (ὄλλυμι), δρακοντοκτόνος, σε Ανθ.
- δρᾰκοντό-μαλλος, -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.
- δρᾰκοντ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με δράκο, ίδιος με φίδι, σε Ευρ.
- δρᾰκών, μτχ. αορ. βʹ του δέρκομαι.
- δράκων[ᾰ], -οντος, ὁ (δρᾰκεῖν), δράκοντας ή φίδι τεραστίου μεγέθους, πύθωνας, σε Όμηρ. κ.λπ.
- δρᾶμα, -ατος, τό (δράω),· I. έργο, πράξη, σε Αισχύλ., Πλάτ. II. πράξη που αναπαρίσταται στη σκηνή, δράμα, τραγωδία, σε Αριστοφ.· δρ. διδάσκειν· παράσταση δράματος, βλ. διδάσκω II· μεταφ., κάθε είδους δραματική ενέργεια, υπόκριση, αναπαράσταση, σε Πλάτ.
- δρᾱμάτιον, τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.
- δρᾱμᾰτουργία, ἡ, δραματική σύνθεση, ποίηση, δράμα, σε Λουκ.
- δρᾱμᾰτ-ουργός, -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.
- δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του τρέχω.
- δράμημα ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
- δρᾰμοῦμαι, μέλ. του τρέχω· δραμών, μτχ. αορ. βʹ.
- δρᾶναι, απαρ. αορ. βʹ του δι-δράσκω.
- δράξ, -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, σε Βατραχομ.
- δρᾱπετεύω, μέλ. -σω, διαφεύγω, αποδιδράσκω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, σε Ξεν.· τινά, από κάποιον, σε Πλάτ.· δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θα διαφύγουν κρυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, σε Ξεν.