Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1901 - 1920]
δρᾶθι, προστ. αορ. βʹ του διδράσκω· δραίην, ευκτ.
δραίνω, κατά πολύ όμοιο με το δρασείω, είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
δράκαινα, -ης, , θηλ. του δράκων (πρβλ. Λάκαινα), δράκαινα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.
δρᾰκεῖν, δρακῆναι, απαρ. Ενεργ. και Παθ. αορ. βʹ του δέρκομαι· δράκον, Επικ. αόρ. βʹ του Ενεργ. τύπου.
δρᾰκόντειος, -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
δρᾰκοντ-ολέτης, -ου, (ὄλλυμι), δρακοντοκτόνος, σε Ανθ.
δρᾰκοντό-μαλλος, -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.
δρᾰκοντ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με δράκο, ίδιος με φίδι, σε Ευρ.
δρᾰκών, μτχ. αορ. βʹ του δέρκομαι.
δράκων[ᾰ], -οντος, (δρᾰκεῖν), δράκοντας ή φίδι τεραστίου μεγέθους, πύθωνας, σε Όμηρ. κ.λπ.
δρᾶμα, -ατος, τό (δράω),· I. έργο, πράξη, σε Αισχύλ., Πλάτ. II. πράξη που αναπαρίσταται στη σκηνή, δράμα, τραγωδία, σε Αριστοφ.· δρ. διδάσκειν· παράσταση δράματος, βλ. διδάσκω II· μεταφ., κάθε είδους δραματική ενέργεια, υπόκριση, αναπαράσταση, σε Πλάτ.
δρᾱμάτιον, τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.
δρᾱμᾰτουργία, , δραματική σύνθεση, ποίηση, δράμα, σε Λουκ.
δρᾱμᾰτ-ουργός, -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.
δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του τρέχω.
δράμημα ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
δρᾰμοῦμαι, μέλ. του τρέχω· δραμών, μτχ. αορ. βʹ.
δρᾶναι, απαρ. αορ. βʹ του δι-δράσκω.
δράξ, -ᾰκός, , = δράγμα, σε Βατραχομ.
δρᾱπετεύω, μέλ. -σω, διαφεύγω, αποδιδράσκω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, σε Ξεν.· τινά, από κάποιον, σε Πλάτ.· δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θα διαφύγουν κρυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, σε Ξεν.