Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1861 - 1880]
δουλίς, -ίδος, , = δούλη, σε Ανθ.
δουλῐχό-δειρος, -ον, Ιων. αντί δολιχό-δειρος.
δουλῐχόεις, Ιων. αντί δολιχόεις.
δουλο-πρέπεια, , δουλικό ήθος, φρόνημα, σε Πλάτ.
δουλο-πρεπής, -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, δουλικός, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
δοῦλος, , I. κυρίως, δέσμιος ή σκλάβος εκ γενετής, αντίθ. προς το κάνω κάποιον δούλο, που πριν ήταν ελεύθερος (ἀνδράποδον), σε Θουκ.· έπειτα, γενικά, σκλάβος, υπηρέτης, σε Ηρόδ.· ο Όμηρ. έχει μόνο το θηλ. δούλη, , θεράπαινα, υπηρέτρια· χρημάτων δ., υπηρέτης, σκλάβος του χρήματος, σε Ευρ. II. ως επίθ., δοῦλος, , -ον, δουλικός, υπηρετικός, υποτελής, υπόδουλος, σε Σοφ. κ.λπ. III. τὸ δοῦλον = οἱ δοῦλοι, σε Ευρ.· επίσης, δουλεία, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
δουλοσύνη, , δουλεία, δουλική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
δουλόσυνος, -ον, (δοῦλος II), υπόδουλος, υποταγμένος σε, τινι, σε Ευρ.
δουλόω, μέλ. -ώσω (δοῦλος), υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω, σε Ηρόδ., Αττ.Παθ., είμαι σκλαβωμένος, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.Μέσ., με Παθ. παρακ., κάνω κάποιον δούλο μου, υποτάσσω, υποδουλώνω, σε Θουκ. κ.λπ.
δούλωσις, , υποδούλωση, υποταγή, καθυπόταξη, σε Θουκ.
δοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του δίδωμι.
δοῦναξ, δουνακόεις, Ιων. αντί δον-.
δουπέω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ δούπησα, επίσης ἐγδούπησα (όπως αν προερχόταν από το γδουπέω), παρακ. δέδουπα (δοῦπος)· κάνω γδούπο πέφτοντας, δούπησεν πεσών, έπεσε με έναν υπόκωφο θόρυβο, με γδούπο, σε Ομήρ. Ιλ.· δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν, πέφτει με βαρύ ήχο πάνω στα στήθη τους, σε Ευρ.
δουπήτωρ, -ορος, , αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.
δοῦπος, , κάθε βαρύς, υπόκωφος θόρυβος, γδούπος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη μάχη, για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο πλήθος· βρύχηθμος, μουγκρητό της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο τύπος γδουπ-έω, συνδέεει τη λέξη με το κτύπ-ος).
δοῦρας, τό, σχηματίστηκε από ομηρικό πληθ., δούρατα, σε Ανθ.
δουράτεος, , -ον (δόρυ), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· ἵππος δ., Δούρειος, ξύλινος ίππος, σε Ομήρ. Οδ.
δούρειος, , -ον, = δουράτεος, σε Ευρ., Πλάτ.
δουρ-ηνεκής, -ές (ἐνεγκεῖν), αυτός που έχει απόσταση ίση με μία βολή δόρατος· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
δουρι-άλωτος, -ον, Ιων. αντί δοριάλ-.