Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1801 - 1820]
δορᾰτισμός, , μάχη με δόρατα, κονταρομαχία, σε Πλούτ.
δορᾰτο-πᾰχής, -ές (πάχος), αυτός που έχει το πάχος του ξύλου ενός δόρατος, σε Ξεν.
δόρᾰτος, γεν. του δόρυ.
δορήϊος, , -ον (δόρυ), ξύλινος, σε Ανθ.
δορι-άλωτος[ᾰ], -ον (ἁλῶναι), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το δόρυ, αιχμάλωτος πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον λέχος, λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.
δορί-γαμβρος[ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
δορῐ-θήρᾱτος, -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.
δορῐ-κᾰνής, -ές (κᾰνεῖν), αυτός που έχει σφαγιαστεί από δόρυ, που έχει σκοτωθεί στην μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως δορι-κμής, -ῆτος, , , Ιων. δουρ-, στον ίδ.
δορί-κρᾱνος, -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.
δορί-κτητος, -ον, αυτός που έχει αποκτηθεί με το δόρυ, σε Ευρ.· Ιων. θηλ. δουρικτήτη, σε Όμηρ.
δορί-ληπτος, -ον (λαμβάνω), αυτός που έχει κερδηθεί μέσω του δόρατος, σε Σοφ., Ευρ.· Ιων. δουριλ-, σε Σοφ.
δορῐ-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που αγαπά με μανία το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, σε Ευρ.
δορί-μαργος, -ον, αυτός που αγαπά με πάθος το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.
δορῐ-μήστωρ, -ορος, , έμπειρος στη χρήση του δόρατος, εμπειροπόλεμος, σε Ευρ.
δορί-παλτος, -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.
δορῐ-πετής, -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.
δορί-πονος, -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το δόρυ, δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.
δορι-πτοίητος, -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.
δορισθενής, -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.
δορι-στέφανος, -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.