Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1801 - 1820]
-
δορᾰτισμός, ὁ, μάχη με δόρατα, κονταρομαχία, σε Πλούτ.
-
δορᾰτο-πᾰχής, -ές (πάχος), αυτός που έχει το πάχος του ξύλου ενός δόρατος, σε Ξεν.
-
δόρᾰτος, γεν. του δόρυ.
-
δορήϊος, -α, -ον (δόρυ), ξύλινος, σε Ανθ.
-
δορι-άλωτος[ᾰ], -ον (ἁλῶναι), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το δόρυ, αιχμάλωτος πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον λέχος, λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.
-
δορί-γαμβρος[ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
-
δορῐ-θήρᾱτος, -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.
-
δορῐ-κᾰνής, -ές (κᾰνεῖν), αυτός που έχει σφαγιαστεί από δόρυ, που έχει σκοτωθεί στην μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως δορι-κμής, -ῆτος, ὁ, ἡ, Ιων. δουρ-, στον ίδ.
-
δορί-κρᾱνος, -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.
-
δορί-κτητος, -ον, αυτός που έχει αποκτηθεί με το δόρυ, σε Ευρ.· Ιων. θηλ. δουρικτήτη, σε Όμηρ.
-
δορί-ληπτος, -ον (λαμβάνω), αυτός που έχει κερδηθεί μέσω του δόρατος, σε Σοφ., Ευρ.· Ιων. δουριλ-, σε Σοφ.
-
δορῐ-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που αγαπά με μανία το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, σε Ευρ.
-
δορί-μαργος, -ον, αυτός που αγαπά με πάθος το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.
-
δορῐ-μήστωρ, -ορος, ὁ, έμπειρος στη χρήση του δόρατος, εμπειροπόλεμος, σε Ευρ.
-
δορί-παλτος, -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.
-
δορῐ-πετής, -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.
-
δορί-πονος, -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το δόρυ, δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
δορι-πτοίητος, -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.
-
δορισθενής, -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.
-
δορι-στέφανος, -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.