Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1621 - 1640]
-
δίφριος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
-
διφρίσκος, ὁ, υποκ. του δίφρος, σε Αριστοφ.
-
δί-φροντις, -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.
-
δίφρος, ὁ (συγκεκ. αντί διφόρος),· I. 1. χώρος του άρματος, πάνω στον οποίο μπορούσαν να σταθούν δύο, ο οδηγός (ἡνίοχος) και ο πολεμιστής (παραιβάτης), σε Όμηρ. 2. το πολεμικό άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., ταξιδιωτικό άρμα. II. κάθισμα, εδώλιο, σκαμνί, σε Όμηρ., Αττ.
-
διφρ-ουλκέω, μέλ. -ήσω (ἕλκω), σύρω άρμα, σε Ανθ.
-
διφρο-φορέω, μέλ. -ήσω, I. μεταφέρω πάνω σε σκαμνί ή φορείο — Παθ., ταξιδεύω με δίφρο, σε Ηρόδ. II. μεταφέρω ένα πτυσσόμενο κάθισμα, σε Αριστοφ.
-
διφρο-φόρος, -ον (φέρω),· I. αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο κάθισμα, λέγεται για τις γυναίκες μετοίκους, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους κανηφόρους, σε Αριστοφ. II. αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα δίφρο, σε Πλούτ.
-
δι-φυής, -ές (φυή), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.
-
δί-φυιος[ῑ], -ον, = διφυής· επίσης = δύο, σε Αισχύλ.
-
δίχᾰ[ῐ] (δίς),· I. 1. επίρρ., στα δύο, χωριστά, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· γενικά, ξεχωριστά, μακριά, σε απόσταση, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., με δύο τρόπους, στα δύο, σε διαφωνία ή σε αμφιβολία, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. πρόθ., με γεν., χωρίς, άνευ, σε Αισχύλ., Σοφ.· διαφορετικά από, ανόμοια, στον ίδ.· τοῦ ἑτέρου, διαφορετικός από τον άλλο, σε Θουκ. 2. πόλεως δ., ενάντια, παρά τη θέλησή της, σε Σοφ. 3. εκτός, χώρια, ξέχωρα από, όπως το χωρίς, σε Αισχύλ.
-
δῐχάδε, επίρρ., = δίχα, σε Πλάτ.
-
δῐχάζω, μέλ. -άσω (δίχα), διαιρώ στα δύο, διαχωρίζω, σε Πλάτ.· δ. τινὰ κατά τινος, βάζω σε διχόνοια κάποιον με κάποιον άλλο, σε Κ.Δ.
-
δί-χαλκον, τό, δύο χαλκοί, το 1/4 του οβολού, σε Ανθ.
-
δίχᾱλος, Δωρ. αντί δίχηλος.
-
δῐχαστής, -οῦ, ὁ (διχάζω), διαμοιραστής, σε Αριστ.
-
δῐχῇ, επίρρ. δίχα· 1. στα δύο, χωριστά, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. με δύο τρόπους, στον ίδ., σε Δημ.
-
δί-χηλος, -ον, Δωρ. δίχᾱλος (χηλή)· I. αυτός που έχει δίχηλη οπλή, σε Ηρόδ., Ευρ. II.δίχηλον, τό, λαβίδα, τσιμπίδα, σε Ανθ.
-
δῐχ-ήρης, -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.
-
διχθά, επίρρ., Επικ. αντί δίχα, δ. δεδαίαται, είναι χωρισμένος στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.· δ.κραδίη μέμονε, η καρδιά μου είναι διχασμένη, σε Ομήρ. Ιλ.
-
διχθάδιος, -α, -ον, δύο ειδών, διπλός, διαχωρισμένος, διαιρεμένος, σε Ομήρ. Ιλ.