Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1501 - 1520]
-
Διομήδειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη ανάγκη, σε Πλάτ.
-
Διο-μήδης (μῆδος), -εος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη σκέψη του Δία, στον Όμηρ. ως κύριο όνομα, Διομήδης.
-
δι-όμνῡμι, μέλ. -ομόσω, αόρ. αʹ -ώμοσα, παρακ. -ομώμοκα, ορκίζομαι επίσημα, διακηρύττω και διαβεβαιώνω ενόρκως ότι..., με απαρ. μέλ., σε Σοφ. — Μέσ., διόμνυμαι, μέλ. -ομοῦμαι, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· διομνύμενος, ενόρκως, σε Δημ.
-
δι-ομολογέω, μέλ. -ήσω, κάνω συμφωνία, συμφωνώ, υπόσχομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Ξεν. — Παθ., είμαι συμφωνημένος, σε Πλάτ. — Μέσ., συμφωνώ αμοιβαία, συμφωνώ σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα λαμβάνω ως δεδομένα, παραδέχομαι, δ.τι εἶναι, στον ίδ.· περί τινος, στον ίδ.
-
διομολόγησις, -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.
-
διομολογητέον, ρημ. επίθ., πρέπει να συμφωνήσουμε, σε Πλάτ.
-
διομολογία, ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.
-
δῖον, I. αιτ. του δῖος· αλλά, II.δίον, Επικ. παρατ. του δίω.
-
δι-ονομάζω, μέλ. -σω, I. διακρίνω, ξεχωρίζω μέσω ονόματος, σε Πλάτ. II. Παθ., είμαι ευρέως γνωστός, σε Ισοκρ.
-
Δῐονύσια[ῠ] (ενν. ἱερά), τά, γιορτή του Διονύσου ή του Βάκχου στην Αθήνα. Υπήρχαν τέσσερις τέτοιες γιορτές, δηλ.: 1. τὰ κατ' ἀγρούς ή τὰ μικρά, τον μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος), 2. τὰ ἐν Λίμναις ή τὰ Λήναια (στο προάστιο Λίμναι, εκεί όπου βρισκόταν το Λήναιον), τον μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος), 3. τὰ Ἀνθεστήρια, τον μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριος), 4. τὰ ἀστικά ή τὰ κατ' ἄστυ, που ονομάζονταν επίσης τὰ μεγάλα ή απλώς τὰ Διονύσια, τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος), όπου η Αθήνα ήταν γεμάτη από ξένους, και παρουσιάζονταν νέα δράματα, σε Λουκ.
-
Δῐονῡσιάζω, μέλ. -σω, γιορτάζω τα Διονύσια· από όπου, ζω πολυδάπανα, άσωτα, σπάταλα, σε Λουκ.
-
Δῐονῡσιακός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον Διόνυσο, σε Θουκ., Αριστ.
-
Δῐονῡσιάς, -άδος, ἡ, θηλ. του Διονυσιακός, σε Ευρ.
-
Δῐόνῡσος, Επικ. επίσης Διώνῡσος, ὁ, Διόνυσος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ., βλ. Βάκχος (αμφίβ. προέλ.).
-
Διό-παις, -παιδος, ὁ, γιος του Δία, σε Ανθ.
-
διόπερ ή δι'ὅπερ, = διό, σε Θουκ.
-
Διο-πετής, -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε, προήλθε από τον Δία, σε Ευρ.
-
διοπεύω, έχω την επιστασία, έχω την επίβλεψη της φόρτωσης ενός πλοίου, παρά Δημ.
-
δίοπος, ὁ (διέπω), κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
διοπτεύω, μέλ. -σω, παρακολουθώ, παρατηρώ, εξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, στέγος, σε Σοφ.