Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1501 - 1520]
Διομήδειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη ανάγκη, σε Πλάτ.
Διο-μήδης (μῆδος), -εος, , αυτός που προέρχεται από τη σκέψη του Δία, στον Όμηρ. ως κύριο όνομα, Διομήδης.
δι-όμνῡμι, μέλ. -ομόσω, αόρ. αʹ -ώμοσα, παρακ. -ομώμοκα, ορκίζομαι επίσημα, διακηρύττω και διαβεβαιώνω ενόρκως ότι..., με απαρ. μέλ., σε Σοφ.Μέσ., διόμνυμαι, μέλ. -ομοῦμαι, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· διομνύμενος, ενόρκως, σε Δημ.
δι-ομολογέω, μέλ. -ήσω, κάνω συμφωνία, συμφωνώ, υπόσχομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Ξεν.Παθ., είμαι συμφωνημένος, σε Πλάτ.Μέσ., συμφωνώ αμοιβαία, συμφωνώ σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα λαμβάνω ως δεδομένα, παραδέχομαι, δ.τι εἶναι, στον ίδ.· περί τινος, στον ίδ.
διομολόγησις, -εως, , συμφωνία, σε Πολύβ.
διομολογητέον, ρημ. επίθ., πρέπει να συμφωνήσουμε, σε Πλάτ.
διομολογία, , = διομολόγησις, σε Ισαίο.
δῖον, I. αιτ. του δῖος· αλλά, II.δίον, Επικ. παρατ. του δίω.
δι-ονομάζω, μέλ. -σω, I. διακρίνω, ξεχωρίζω μέσω ονόματος, σε Πλάτ. II. Παθ., είμαι ευρέως γνωστός, σε Ισοκρ.
Δῐονύσια[ῠ] (ενν. ἱερά), τά, γιορτή του Διονύσου ή του Βάκχου στην Αθήνα. Υπήρχαν τέσσερις τέτοιες γιορτές, δηλ.: 1. τὰ κατ' ἀγρούς ή τὰ μικρά, τον μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος), 2. τὰ ἐν Λίμναις ή τὰ Λήναια (στο προάστιο Λίμναι, εκεί όπου βρισκόταν το Λήναιον), τον μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος), 3. τὰ Ἀνθεστήρια, τον μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριος), 4. τὰ ἀστικά ή τὰ κατ' ἄστυ, που ονομάζονταν επίσης τὰ μεγάλα ή απλώς τὰ Διονύσια, τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος), όπου η Αθήνα ήταν γεμάτη από ξένους, και παρουσιάζονταν νέα δράματα, σε Λουκ.
Δῐονῡσιάζω, μέλ. -σω, γιορτάζω τα Διονύσια· από όπου, ζω πολυδάπανα, άσωτα, σπάταλα, σε Λουκ.
Δῐονῡσιακός, , -όν, αυτός που ανήκει στον Διόνυσο, σε Θουκ., Αριστ.
Δῐονῡσιάς, -άδος, , θηλ. του Διονυσιακός, σε Ευρ.
Δῐόνῡσος, Επικ. επίσης Διώνῡσος, , Διόνυσος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ., βλ. Βάκχος (αμφίβ. προέλ.).
Διό-παις, -παιδος, , γιος του Δία, σε Ανθ.
διόπερ ή δι'ὅπερ, = διό, σε Θουκ.
Διο-πετής, -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε, προήλθε από τον Δία, σε Ευρ.
διοπεύω, έχω την επιστασία, έχω την επίβλεψη της φόρτωσης ενός πλοίου, παρά Δημ.
δίοπος, (διέπω), κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ., Ευρ.
διοπτεύω, μέλ. -σω, παρακολουθώ, παρατηρώ, εξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, στέγος, σε Σοφ.