Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [141 - 160]
-
δασμός, ὁ (δατέομαι), I. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά λείας, λαφύρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν. II. στην Αττ., εισαγωγικός δασμός, φόρος, συνεισφορά· ἀοιδοῦ δ., φόρος αποδιδόμενος σε εκείνη, σε Σοφ.· δασμὸν τίνειν, στον ίδ.· δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι, σε Ξεν.
-
δασμοφορέω, μέλ. -ήσω, υποβάλλομαι σε φορολογία, είμαι υποτελής φόρου, σε Αισχύλ. — Παθ., δασμοφορεῖταί τινι, αποδίδεται φόρος σε κάποιον, σε Ξεν.
-
δασμο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που πληρώνει φόρο, υποτελής φόρου, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
δάσομαι, μέλ. του δατέομαι.
-
δασ-πλῆτις, ἡ, τρομερή, φρικτή, φοβερή· Ἐρινύς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την Εκάτη, σε Θεόκρ.· ομοίως επίσης, δασπλής, -ῆτος, ὁ, ἡ, σε Σίμωνα (πιθ. από το δα, πλήσσω, με παρείσφρυση του σ).
-
δάσσασθαι, Επικ. αντί δάσασθαι.
-
δᾰσύ-θριξ, ὁ, ἡ, δασύτριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, λάσιος, σε Ανθ.
-
δᾰσύ-κερκος, -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.
-
δᾰσύ-κνημος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
-
δᾰσυ-κνήμων, -ον, γεν. -ονος, = το προηγ., σε Ανθ.
-
δᾰσύ-μαλλος, -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
-
δᾰσύ-πους, -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο λαγός, σε Αριστ.· λαγωὸς ὁ δ., σε Βάβρ.
-
δᾰσύς, -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. δασέα, αντίθ. προς το ψιλός με όλες τις σημασίες: 1. πυκνότριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, δασύτριχος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, χνουδωτός, σε Ηρόδ. 2. με πυκνό φύλλωμα, πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Οδ.· θρίδαξ δασέα, μαρούλι που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή βλάστηση γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, δασώδης, δασωτός, δασόφυτος, στον ίδ.· διὰ τῶν δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· δ. ὕλῃ, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με γεν., δασὺς δένδρων, σε Ξεν.· τὸ δασύ, δασώδης χώρα, στον ίδ.
-
δασύ-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.
-
δασυ-χαίτης, -ου, ὁ (χαίτη), πυκνόμαλλος, αυτός που έχει μαλλιαρή και πυκνή χαίτη, σε Ανθ.
-
δᾰτέομαι, μέλ. δάσομαι, αόρ. αʹ ἐδασάμην, (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην)· Ιων. γʹ ενικ. δασάσκετο, Επικ. γʹ πληθ. δάσσαντο, μτχ. δασσάμενος, παρακ. δέδασμαι, με Παθ. σημασία (δαίω Β)· — 1. διαμοιράζουν αναμεταξύ τους, τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, σε Όμηρ.· μένος Ἄρηος δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το πνεύμα του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε συμπόσιο, κρέα δατεῦντο, σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ δάσασθαι, να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. (ἡμίονοι) χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, μετρούσαν το έδαφος με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ. 3. κόβω στα δύο, στο ίδ. II. απλώς, διαχωρίζω, διαιρώ ή διαμοιράζω σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.
-
δᾰτήριος, -α, -ον, διαχωριστικός, διαιρετικός, διαμεριστικός, σε Αισχύλ.
-
δατητής, -οῦ, ὁ, αυτός που διαμοιράζει, μοιραστής, διανομέας, σε Αισχύλ.
-
Δαυλιάς, ἡ, γυναίκα από τη Δαυλίδα, προσωνύμιο της Φιλομήλας, η οποία μεταμορφώθηκε σε αηδόνι, σε Θουκ.
-
Δαυλίς, -ίδος, ἡ, Δαυλίδα, πόλη της Φωκίδας, σε Όμηρ. κ.λπ.· Δαύλιος, ὁ, κάτοικος της Δαυλίδας, σε Ηρόδ.· Δαυλιεύς, -έως, σε Αισχύλ.· Δαυλία (ενν. χώρα), ἡ, η Φωκίδα, σε Σοφ.