Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1301 - 1320]
-
δι-εξέρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, = διέξειμι· I. 1. πηγαίνω ανάμεσα, περνώ ανάμεσα και εξέρχομαι, τὸ χωρίον, σε Ηρόδ. 2. διέρχομαι εντελώς, διέρχομαι από αρχή ως τέλος, πάντας φίλους, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., δ. πωλέων, ολοκληρώνω την πώληση, σε Ηρόδ. 3. διέρχομαι στη σειρά ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο, στον ίδ.· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια μετά την άλλη, σε Θουκ. 4. διέρχομαι, εξηγώ, εξετάζω με λεπτομέρεια, εκθέτω με κάθε ακρίβεια, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. αμτβ., παρέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, είμαι παρωχημένος, λέγεται για χρόνο, στον ίδ. 2. αφηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω με σαφήνεια, σε Δημ.
-
δι-εξηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, επιτετ. τύπος του ἐξηγέομαι, σε Ξεν.
-
δι-εξίημι, αόρ. αʹ -εξῆκα· I. επιτρέπω τη διέλευση, σε Ηρόδ. II. αμτβ. (ενν. αὑτόν), λέγεται για ένα ποτάμι, εκβάλλω, σε Θουκ.
-
διεξοδικός, -ή, -όν, εκτενής, λεπτομερής, αναλυτικός, σε Πλούτ.
-
δι-έξοδος, ἡ, I. 1. μέρος εξόδου, δίοδος, πέρασμα, κανάλι, σε Ηρόδ.· διέξοδοι ὁδῶν, διαβάσεις δρόμων, στον ίδ. 2. μονοπάτι, τροχιά, κύκλος, λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ. κ.λπ. 3. αποτέλεσμα, έκβαση, στον ίδ. II. διεξοδική, λεπτομερής αφήγηση, περιγραφή, εξήγηση, σε Πλάτ.
-
δι-εξῠφαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, τελειώνω την ύφανση, το ύφασμα, σε Πλούτ.
-
δι-εορτάζω, μέλ. -σω, διατηρώ μέχρι τέλους τη γιορτή, σε Θουκ.
-
δι-επέφρᾰδον, αναδιπλ. Επικ. αόρ. βʹ του διαφράζω.
-
δι-έπρᾰθον, -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.
-
δι-έπτατο, γʹ ενικ. αορ. βʹ του διαπέταμαι.
-
δι-έπω, μέλ. -ψω, διευθύνω, τακτοποιώ, ρυθμίζω ένα ζήτημα, κυβερνώ, κανονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. τὰ πρήγματα, σε Ηρόδ.
-
δι-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., αποτελειώνω, σκοτώνω, καταστρέφω, Λατ. conficere, σε Ηρόδ., Σοφ.· υπερσ. με Παθ. σημασία, διέργαστο τὰ πράγματα, actum erat de rebus, σε Ηρόδ.· ομοίως στον αόρ. αʹ, διεργασθεῖτ' ἄν, σε Ευρ.
-
διέργω, Ιων. αντί διείργω.
-
διερείδομαι, μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.
-
δι-ερέσσω, μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· 1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
-
δι-ερευνάω, μέλ. -ήσω, ερευνώ ενδελεχώς, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Πλάτ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
-
διερευνητής, -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
-
διερίζω, μέλ. -σω, φιλονικώ με κάποιον άλλο — Μέσ., ανταγωνίζομαι με, τινί, σε Πλούτ.
-
διερμηνευτής, -οῦ, ὁ, διερμηνέας, αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Κ.Δ.
-
διερμηνεύω, μέλ. -σω, ερμηνεύω, εξηγώ, αποκωδικοποιώ, σε Κ.Δ.