Αποτελέσματα για: "Γ"
Βρέθηκαν 548 λήμματα [81 - 100]
-
γαύρωμα, τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.
-
γαύσᾰπος ή -άπης, ὁ, χοντρό, ακατέργαστο ύφασμα, όπως αυτά για το κρύο, σε Στράβ. (ξενική λέξη).
-
γδουπέω, μέλ. -ήσω, ποιητ. τύπος αντί δουπέω· ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, σε Ομήρ. Ιλ.
-
γε, Δωρ. γα· εγκλιτικό μόριο το οποίο χρησιμ. για να δώσει έμφαση στη λέξη ή στις λέξεις τις οποίες ακολουθεί, μέσω του περιορισμού της έννοιας (πρβλ. γοῦν), I. 1. τουλάχιστον, όπως και να 'χει, εν πάση περιπτώσει, Λατ. quidem, saltem· ὧδε γε, έτσι τουλάχιστον, δηλ. μ' αυτόν τον τρόπο και όχι διαφορετικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ γ' ἐνθάδε λεώς, τουλάχιστον οι εδώ άνθρωποι, σε Σοφ.· με αρνητικά μόρια, οὐ δύο γε, Λατ. ne duo quidem, ούτε καν δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ φθόγγος γε, ούτε ο παραμικρός, ελάχιστος ήχος, σε Ευρ. 2. με αντων.: με την προσωπ. αντων. του αʹ προσ. συνδέεται τόσο στενά που μεταβάλλεται και ο τονισμός π.χ. ἔγωγε, Λατ. equidem· επίσης, σύγε, ὅγε, κεῖνός γε, τοῦτό γε κ.λπ.· στην Αττ. έπειτα από αναφορ. αντων., ὅςγε, οἵ γε, κ.λπ., περίπου όμοιο με το Λατ. quippe qui, οἵ γέ σου καθύβρισαν, σε Σοφ. 3. έπειτα από όλων των ειδών τους συνδ., πρίν γε, πριν τουλάχιστον· εἴ γε, ἐάν γε, ἄν γε, Λατ. siquidem, αν δηλαδή, αν πράγματι κ.λπ. II. επηρεάζει ολόκληρη την πρόταση· 1. συγκεκριμένα, δηλαδή· Διός γε διδόντος, δηλαδή αν ο Δίας το παραχωρήσει, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνήρ, ὅστις πινύτος γε, κάθε άνδρας, τουλάχιστον όποιος είναι συνετός, στο ίδ. 2. στους Αττ. διαλόγους, όπου κάτι προστίθεται στη δήλωση του προηγούμενου ομιλητή, όπως, ἔπεμψέ τίς σοι; Απάντηση: καλῶς γε ποιῶν, ναι, και καλώς έπραξε, σε Αριστοφ.· ομοίως, πάνυ γε κ.λπ., σε Πλάτ. 3. υπονοώντας παραχώρηση· εἶμί γε, πολύ καλά, θα πηγαίνω, σε Ευρ.
-
γέγᾰα, Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.
-
γέγηθα, αρακ. του γηθέω.
-
γέγονα, παρακ. του γίγνομαι.
-
γέγωνα, Επικ. παρακ. με σημασία ενεστ., που χρησιμ. από τον Όμηρ. στο γʹ ενικ. γέγωνε και μτχ. γεγωνώς, γʹ ενικ. υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐγεγώνειν· προστ. γέγωνε, υποτ. γεγώνω, μτχ. γεγωνώς· ως απόλ., φωνάζω τόσο ώστε να ακουστώ· ὅσσον τε γέγωνε βοήσας, ως εκείνο το σημείο που κάποιος μπορεί να ακουστεί μέσω της κραυγής, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., φωνάζω σε κάποιον, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
-
γεγωνέω, απαρ. γεγωνεῖν, Επικ. παρατ. ἐγεγώνευν, γεγώνευν, απαρ. αορ. αʹ γεγωνῆσαι· προέρχεται από το γέγωνα και χρησιμ. με την ίδια σημασία, 1. φωνάζω τόσο ώστε να ακουστώ, σε Όμηρ. 2. με αιτ. πράγμ., φανερώνω, διακηρύττω, διαλαλώ, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
γεγωνίσκω, επιτετ. ενεστ. αντί γεγωνέω, 1. κράζω μεγαλόφωνα, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., φανερώνω, διακηρύττω, διαλαλώ, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
γεγωνός, -όν, επίθ. (από το γεγωνώς, μτχ. του γέγωνα) αυτός που ακούγεται δυνατά, ηχηρός, σε Αισχύλ.· δυνατός, ηχηρός στη φωνή, σε Ανθ.· συγκρ. γεγωνότερος, στο ίδ.
-
γεγώνω = γεγωνέω, στο Επικ. απαρ. γεγωνέμεν, σε Ομήρ. Ιλ.
-
γεγώς, -ῶσα, -ώς, Αττ. αντί γεγαώς, γεγονώς, μτχ. παρακ. του γίγνομαι.
-
γέ-εννα, -ης, ἡ, Εβρ. gê-hinnôm, δηλ. η κοιλάδα Εννόμ, η οποία αντιπροσώπευε τον τόπο της μελλοντικής τιμωρίας, της κόλασης, σε Κ.Δ.
-
γεή-οχος, ὁ = γαιήοχος, σε Ησίοδ.
-
γεη-πόνος, -ον = γεω-πόνος, σε Βάβρ.
-
γει-ᾰρότης, -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.
-
γείνομαι (από άχρηστο Ενεργ. *γείνω = γεννάω) I. ως Παθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., γεννιέμαι, όπως το γίγνομαι· γεινομένῳ, κατά τη γέννηση κάποιου, σε Όμηρ.· αʹ πληθ. Επικ. παρατ. γεινόμεθα, σε Ομήρ. Ιλ. II. σύνηθες στον Μέσ. αόρ. αʹ ἐγεινάμην, Επικ. βʹ ενικ. γείνεαι (αντί γείνῃ), 1. λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, στο ίδ., σε Τραγ.· επίσης, χρησιμοποιείται για τη μητέρα, γεννώ, παράγω καρπούς, σε Όμηρ.· ἡ γειναμένη, η μητέρα, σε Ηρόδ., Ευρ.· οἱ γεινάμενοι, οι γονείς, οι γεννήτορες, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για το Δία, ζωοποιώ, δίνω ζωή στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
-
γειο-φόρος, -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.
-
γεῖσον ή γεῖσσον, τό, το προεξέχον μέρος της στέγης, το γείσο, το προεξέχον ανώτατο μέρος τοίχου, κορνίζα, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).