Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [61 - 80]
γᾱρύω, μέλ. -ύσω, Δωρ. αντί γηρύω.
γαστήρ, , γεν. -έρος, συνηρ. γαστρός, δοτ. πληθ. γαστράσι· I. 1. κοιλιά, στομάχι, Λατ. venter, σε Όμηρ. κ.λπ.· από όπου, γαστὴρ ἀσπίδος, το κοίλωμα της ασπίδας, σε Τυρτ.· συχνά χρησιμ. για να εκφράσει απληστία, πλεονεξία ή αδηφαγία, λαιμαργία, γαστέρες οἶον, τίποτε άλλο από στομάχια, σε Ησίοδ.· γαστρὸς ἐγκρατής, κυρίαρχος της κοιλιάς του, γαστρὸς ἥττων, υπόδουλος σε αυτήν, σε Ξεν. 2. το στομάχι των ζώων που είναι παραγεμισμένο με ψιλοκομμένο κρέας, όπως γίνεται με τα αλλαντικά και ιδίως το λουκάνικο, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. II. μήτρα, Λατ. uterus· γαστέρι φέρειν, είμαι έγκυος, κυοφορώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐκ γαστρός, από τη μήτρα, από τα γεννοφάσκια, σε Θέογν.· ἐνγαστρὶ ἔχειν, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
γάστρα (γαστήρ), Ιων. -τρη, , το κατώτερο μέρος ενός αγγείου διογκωμένο προς τα έξω, όπως η κοιλιά (γαστήρ), σε Όμηρ.
γαστρίδιον, τό, υποκορ. του γαστήρ, σε Αριστοφ.
γαστρίζω (γαστήρ), μέλ. -ίσω, γρονθοκοπώ κάποιον στην κοιλιά, σε Αριστοφ.
γαστρῐμαργία, , αδηφαγία, λαιμαργία, απληστία ως προς το φαγητό, σε Πλάτ.
γαστρί-μαργος[ῐ], -ον, αδηφάγος, αχόρταγος (πρβλ. λαίμαργος), σε Πίνδ.
γάστρις, -ιδος, , κοιλιόδουλος, αχόρταγος, γαστρίμαργος, σε Αριστοφ.
γαστρο-βᾰρής, -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά κοιλιά λόγω εμβρύου, η έγκυος, σε Ανθ.
γαστρο-ειδής, -ές (εἶδος), όμοιος με κοιλιά, στρογγυλός, κυρτός· ναῦς, σε Πλούτ.
γαστρο-φορέω (φέρω), μέλ. -ήσω, βαστώ μέσα στην κοιλιά, λέγεται για λαγήνι, σε Ανθ.
γαστρ-ώδης, -ες = γαστροειδής, αυτός που έχει διογκωμένη κοιλιά, σε Αριστοφ.
γάστρων, -ωνος, = γάστρις, «κοιλαράς», σε Αριστοφ.
γᾱ-τόμος, -ον, Δωρ. αντί γη-τόμος (τέμνω), αυτός που προκαλεί ρήγμα, τομή στο έδαφος, σε Ανθ.
γαυλικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.
γαυλός, , I. καρδάρα για γάλα, σε Ομήρ. Οδ.· κουβάς νερού, σε Ηρόδ.· κάθε στρογγυλό αγγείο, η κυψέλη των μελισσών, σε Ανθ.· είδος μεγάλου ποτηριού, σε Θεόκρ. II. γαῦλος, κοίλο, φοινικικό εμπορικό πλοίο, αντίθ. προς το μακρὰ ναῦς, που χρησιμ. για τον πόλεμο, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
γαυρίᾱμα, -ατος, τό, υπεροψία, αλαζονεία, αγαλλίαση, θριαμβολογία, σε Πλούτ.
γαυριάω, κυρίως στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Δημ.· ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες, σε Θεόκρ.
γαυρόομαι, Παθ., όπως το γαυριάω, επαίρομαι, υψηλοφρονώ, σε Βατραχομ.· υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
γαυρότης, -ητος, (γαῦρος), υπερηφάνεια, αλαζονεία, αγριότητα, σε Πλούτ.