Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [501 - 520]
γυμνητίακαιγυμνητεία, (γυμνής), στράτευμα των ελαφρά οπλισμένων, σε Θουκ.
γυμνητικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον ελαφρά οπλισμένο (γυμνής), σε Ξεν.
γυμνικός, , -όν (γυμνός), αυτός που ανήκει ή προορίζεται ή είναι κατάλληλος για γυμναστικές ασκήσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
γυμνῑτεύω = γυμνητεύω, σε Κ.Δ.
Γυμνο-παιδίαι, αἱ, ετήσια γιορτή προς τιμήν εκείνων των Σπαρτιατών που σκοτώθηκαν στη Θυρέα, κατά την οποία αγόρια γυμνά επιδίδονταν σε διάφορες γυμναστικές ασκήσεις και χόρευαν, σε Ηρόδ., Θουκ., Ξεν.
γυμνός, , -όν, 1. ακάλυπτος, γυμνός, γδυτός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. άοπλος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τὰ γυμνά, τα σημεία του σώματος που δεν καλύπτονται από την πανοπλία, τα εκτεθειμένα μέρη του σώματος, σε Θουκ., Ξεν.· ιδίως η δεξιά πλευρά (εφόσον η αριστερή καλυπτόταν από τις ασπίδες), σε Θουκ. 3. λέγεται για πράγματα· γυμνὸν τόξον, ένα ακάλυπτο τόξο, δηλ. ένα τόξο που έχει βγει από τη θήκη του, σε Ομήρ. Οδ. 4. με γεν., απαλλαγμένος από κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 5. στην καθομιλουμένη γλώσσα, γυμνός σήμαινε ελαφρά ντυμένος, δηλ. αυτός που φορούσε μόνο το χιτώνα (χιτών) χωρίς το ιμάτιο (ἱμάτιον), Λατ. nudus, σε Ησίοδ., Ξεν. 6. σκέτος, απλός, σε Κ.Δ.
Γυμνο-σοφισταί, -ῶν, οἱ, οι γυμνοί φιλόσοφοι της Ινδίας, σε Πλούτ.
γυμνότης, -ητος, (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Κ.Δ.
γυμνόω (γυμνός), μέλ. -ώσω, ξεγυμνώνω, σε Σοφ.· τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν γυμνόω, απογυμνώνω τα κόκκαλα από τη σάρκα τους, σε Ηρόδ.· στην Παθ., λέγεται για πολεμιστές, αφήνομαι ακάλυπτος ή εκτεθειμένος, απογυμνώνομαι, σε Όμηρ.· ομοίως, τεῖχος ἐγυμνώθη, το τείχος έμεινε ανυπεράσπιστο, δηλ. απροστάτευτο, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά επίσης, γυμνώνω τον εαυτό μου ή γυμνώνομαι από άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἐγυμνώθη ῥακέων, απαλλάχτηκε από, αφαίρεσε τα κουρέλια (ράκη) του, στο ίδ.· ομοίως μεταγεν., γυμνωθὲν ξίφος, σε Ηρόδ.
γύμνωσις, -εως, , I. απογύμνωση, γδύσιμο· II. γύμνια, γυμνότητα· ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν, την ανυπεράσπιστη πλευρά του (πρβλ. γυμνός 2), σε Θουκ.
γυμνωτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.
γῠναικεῖος, , -ον ή -ος, -ον, Ιων. γυναικήιος, , -ον (γυνή), I. 1. αυτός που ανήκει στη γυναίκα, ο όμοιος με γυναίκα, αυτός που ταιριάζει στη φύση της, ο θηλυκός, Λατ. muliebris, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα θεός, η Ρωμαία bona dea (καλή θεά), σε Πλούτ.· γυναικεῖος πόλεμος, ο πόλεμος με τις γυναίκες, σε Ανθ. 2. με αρνητική σημασία, θηλυπρεπής, εκθηλυσμένος, μαλθακός, σε Πλάτ. κ.λπ. II. ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = γυναικών, το γυναικείο οικιακό διαμέρισμα, το χαρέμι, σε Ηρόδ.
γῠναικίας, -ου, = γύννις, εκθηλυσμένο, ασθενικό πλάσμα, σε Λουκ.
γῠναικό-βουλος, -ον (βουλή), ο επινοημένος από γυναίκα, σε Αισχύλ.
γῠναικο-γήρῡτος, -ον (γηρύω), ο διακηρυγμένος από γυναίκα, σε Αισχύλ.
γῠναικο-κρᾱσία, (κρᾶσις), η ιδιοσυγκρασία, η κράση των γυναικών, σε Πλούτ.
γῠναικο-κρᾰτίαήκράτεια, (κρατέω), η κυριαρχία των γυναικών, σε Αριστ., Πλούτ.
γῠναικό-μῑμος, -ον, αυτός που μιμείται τις γυναίκες, σε Αισχύλ., Ευρ.
γῠναικό-μορφος, -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή της γυναίκας, σε Ευρ.
γῠναικονομία, , το αξίωμα του γυναικονόμου (γυναικονόμος), σε Αριστ.