Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [461 - 480]
γρῖφος, , 1. όπως το γρῖπος, καλάθι ψαρέματος, κοφίνι για ψάρια, φτιαγμένο από βούρλα, σε Πλούτ. 2. μεταφ., οτιδήποτε πολύπλοκο, δυσνόητο, ασαφές ρητό, αίνιγμα, γρίφος, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το ῥίψ, ῥιπός).
γρῦ, γρύλλισμα, φωνή που παράγει το γουρούνι· οὐδὲγρῦ ἀποκρίνεσθαι, δεν απαντώ ούτε καν με γρύλλισμα, σε Αριστοφ.· οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν, σε Δημ. (ηχομιμ. λέξη).
γρύζω, μέλ. γρύξω και γρύξομαι, αόρ. αʹ ἔγρυξα· γρυλλίζω, λέγω γρῦ, γογγύζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ.
γρῡλίζω ή γρυλλίζω, Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. γρυλιξεῖτε, γρυλλίζω, μουγκρίζω, λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.
γρῦλος ή γρύλλος, , γουρούνι, χοίρος, θρεφτάρι, σε Πλούτ.
γρῡπ-άετος[ᾱ] , , είδος όρνιου ή δράκοντα, γυπαετός, είδος αετού, σε Αριστοφ.
γρῦπός, , -όν, 1. αυτός που έχει γαμψή, κυρτή μύτη, γρυπή μύτη, αντίθ. προς το σιμός, σε Ξεν., Πλάτ. 2. γενικά, κυρτωμένος· γρυπὴ γαστήρ, καμπύλη κοιλία, σε Ξεν.
γρῡπότης, -ητος, , γαμψότητα, κυρτότητα, λέγεται για τη μύτη· αντίθ. προς το σιμότης, σε Ξεν.
γρύψ, γεν. γρῡπός, (γρυπός), όρνιο ή δράκοντας, μυθολογικό πλάσμα με κεφάλι και φτερά αετού και σώμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
γρώνη, , (ενν. πέτρα) 1. σπηλιά, κοίλο αγγείο, 2. γούρνα, σκαφίδι για ζύμωμα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
γύα, = γύης II.
γύαια, τά (γύης II) = πρυμνήσια, σε Ανθ.
γύᾰλον, τό, 1. κοίλωμα, λέγεται για το θώρακα της πανοπλίας (θώρηξ), ο οποίος αποτελούνταν από ένα οπίσθιο μέρος και ένα εμπρόσθιο στο στήθος, τα οποία ονομάζονταν γύαλα, ενωμένα στα πλευρά με πόρπες ή αγκράφες (πόρπαι, περόναι), σε Ομήρ. Ιλ. 2. το κοίλωμα αγγείου ή το κοίλο αγγείο, σε Ευρ. 3. η κοιλότητα της πέτρας, του βράχου, σε Σοφ.· σπηλιά, σπήλαιο, σε Ευρ. 4. στον πληθ., κοιλάδες, λαγκαδιές, φαράγγια, σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
γύης[ῠ] ,-ου, , το ξύλο στο αλέτρι στο οποίο προσαρμοζόταν το υνί, Λατ. buris, σε Ησίοδ.
γύης, , ή γύα, , κομμάτι ξηράς (πρβλ. Λατ. juger), σε Ευρ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., χωράφια, λιβάδια, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., λέγεται για τη γυναίκα, στον ίδ. (πιθ. συγγενές προς τα γέα, γῆ).
γυιο-βᾰρής, -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.
γυιο-βόρος, -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα μέλη, σε Ησίοδ.
γυῖον, τό, το μέλος του σώματος, σε Όμηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις γυῖα λέλυντο, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα, ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος· ομοίως και σε Τραγ.· γυῖα ποδῶν, τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· γυῖα, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και γυῖον, στον ενικ. το χέρι, στον ίδ.
γυιο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.
γυιο-πέδη, , τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.