Αποτελέσματα για: "Γ"
Βρέθηκαν 548 λήμματα [341 - 360]
-
γνῶμα, -ατος, τό (γι-γνώσκω), I. σημάδι, τεκμήριο, δείγμα όπως το γνώρισμα, σε Ηρόδ., Σοφ. II. γνώμη, κρίση, εκπεφρασμένη αντίληψη = γνώμη, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
γνωμᾰτεύω (γνῶμα), μέλ. -σω, διαμορφώνω αντίληψη, σχηματίζω γνώμη για κάτι, βλέπω ευκρινώς, διακρίνω κάτι, σε Πλάτ.
-
γνώμη, ἡ (γι-γνώσκω), I. μέσο γνώσης, σήμα, διακριτικό γνώρισμα, τεκμήριο, σε Θέογν. II. όργανο με το οποίο κάποιος προσεγγίζει, κατακτά τη γνώση, το πνεύμα. 1. σκέψη, κρίση, διανόημα, διάνοια, σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην ἱκανός, ευφυής, έξυπνος, σε Ηρόδ.· γνώμην ἀγαθός, σε Σοφ.· γνώμην ἔχειν, εννοώ, κατανοώ, στον ίδ.· προσέχειν γνώμην, λειτουργώ με περίσκεψη, είμαι σε επιφυλακή, ετοιμότητα, δίνω προσοχή· ἀπὸ γνώμης, με καθαρή συνείδηση, σε Αισχύλ.· αλλά, οὐκ ἀπὸ γνώμης, όχι χωρίς ορθολογική σκέψη, με θετική κρίση, σε Σοφ. 2. το πνεύμα, η ψυχή κάποιου, η θέληση, ο σκοπός, η επιδίωξη, η διάθεση, η κλίση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί, διατελώ υπό την εύνοια κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν πρός τινα ή τι, έχω τη διάθεση, ρέπω, κλίνω προς το μέρος..., σε Θουκ.· ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, με τη δική του συγκατάθεση, βούληση, στον ίδ.· ἐκ μιᾶς γνώμης, με μία σύμφωνη γνώμη, ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, μιᾷ γνώμῃ, σε Θουκ.· στον πληθ., φίλιαι γνῶμαι, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ. III. 1. κρίση, γνώμη, άποψη· πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, ρέπω περισσότερο προς την άποψη ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, ταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη γνώμη ἐστί μοι, στον ίδ.· γνώμην ἔχειν, όπως λόγον ἔχειν, έχω δίκιο, είμαι σωστός, σε Αριστοφ.· κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν, Λατ. mea sententia, κατά τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.· απόλ., γνώμην ἐμήν, σε Αριστοφ.· παρὰ τὴν γνώμην, αντίθετα προς το δημόσιο αίσθημα, την επικρατούσα αντίληψη, σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, γνώμην ἀποφαίνειν, ἀποδείκνυσθαι, φανερώνω, εκφωνώ, εκφέρω μια άποψη, σε Ηρόδ.· τίθεσθαι, σε Σοφ.· δηλοῦν, σε Θουκ. 2. όπως το Λατ. sententia, σχέδιο, πρόταση για συζήτηση· γνώμην εἰσφέρειν, σε Ηρόδ.· εἰπεῖν, προθεῖναι, σε Θουκ.· γνώμην νικᾶν, υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ. 3. γνῶμαι, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae· 4. σκοπός, επιδίωξη, πρόθεση, σε Θουκ.· τινά ἔχουσα γνώμην; με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων, το γενικό νόημα, σημασία..., σε Θουκ.
-
γνωμίδιον, τό, υποκορ. του γνώμη III, σε Αριστοφ.
-
γνωμολογέω (λόγος), μέλ. -ήσω, μιλώ με ρητά, αποφθέγματα, σε Αριστ.
-
γνωμο-λογία, ἡ (λέγω), ομιλία με γνωμικά, σε Πλάτ.
-
γνωμονικός, -ή, -όν (γνώμων I), I. ικανός να εκδώσει γνωμάτευση, να σχηματίσει κρίση, σε Ξεν.· πεπειραμένος, έμπειρος σε ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ. II. (γνώμων II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.
-
γνωμοσύνη, ἡ (γνώμων), σύνεση, φρόνηση, προνοητικότητα, ευκρισία, σε Σόλ.
-
γνωμοτῠπικός, -ή, -όν, επιτήδειος στη δημιουργία γνωμικών, σε Αριστοφ.
-
γνωμο-τύπος[ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.
-
γνώμων, -ονος, ὁ (γι-γνώσκω), I. αυτός που γνωρίζει ή εξετάζει, κριτής, ερμηνευτής, σε Αισχύλ., Θουκ., Ξεν. II. γνώμονας ή δείκτης του ηλιακού ρολογιού, αλλά και το ίδιο το ηλιακό ρολόι, σε Ηρόδ. III. οἱ γνώμονες, τα δόντια που δείχνουν την ηλικία του αλόγου, σε Ξεν., Αριστ. IV.χάρακας, γωνιόμετρο· μεταφ., ο κανόνας της ζωής, σε Θέογν.
-
γνῶναι, απαρ. αορ. βʹ του γι-γνώσκω.
-
γνώομεν, Επικ. αντί γνῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του γι-γνώσκω.
-
γνωρίζω (γι-γνώσκω), μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἐγνώρῐκα· I. 1. γνωστοποιώ, υποδεικνύω, επισημαίνω, διασαφηνίζω, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι γνωστός, σε Πλάτ. 2. με αιτ. προσ., κάνω κάποιον γνωστό· τινά τινι, σε Πλούτ. II. 1. αποκομίζω, καρπώνομαι γνώση για κάτι, ανακαλύπτω ότι ένα πράγμα είναι..., με μτχ., σε Σοφ., Θουκ. 2. είμαι γνώστης κάποιου, εξοικειωμένος με κάποιον, αποκτώ γνωριμία με κάποιον, τινά, σε Πλάτ., Δημ.
-
γνώρῐμος, -ον, σπάνια -η, -ον (γι-γνώσκω), I. γνωστός, οικείος, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ως ουσ., γνώριμος, φίλος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. κ.λπ. II. πασίγνωστος, αξιοπρόσεκτος, διακεκριμένος, χαρακτηριστικός· οἱ γνώριμοι, η άριστη ή η επιφανής και εύπορη κοινωνική τάξη, αντίθ. προς το δῆμος, στον ίδ.· υπερθ., οἱ γνωριμώτατοι, σε Δημ. III. επίρρ. -μως, σαφώς, ευκρινώς, εύληπτα, ευνόητα, σε Ευρ.
-
γνώρισις, -εως, ἡ (γνωρίζω), γνωριμία, εξοικείωση· τινος, με κάποιον, σε Πλάτ.· γνώση, στον ίδ.
-
γνώρισμα, -ατος, τό (γνωρίζω), αυτό μέσω του οποίου κάτι γίνεται γνωστό, τεκμήριο, σημάδι, σε Ξεν.· γνωρίσματα, σημάδια βάσει των οποίων ένα χαμένο παιδί αναγνωρίζεται, σε Πλούτ.
-
γνωριστέον, ρημ. επίθ. του γνωρίζω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Αριστ.
-
γνῷς, γνῷ, βʹ και γʹ ενικ. αορ. βʹ του γι-γνώσκω.
-
γνωσῐ-μᾰχέω (μάχομαι), Ιων. ρήμα, μάχομαι με την ίδια μου τη γνώμη, δηλ. αλλάζω τη γνώμη μου, αναγνωρίζω την ανωτερότητα του αντιπάλου (σε σύγκριση με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, υποχωρώ, σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· γνωσιμαχέω μὴεἶναι ὁμοῖοι, υποχωρώ και ομολογώ, παραδέχομαι πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ.