Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [321 - 340]
γλώξ, , μόνο στον πληθ. γλῶχες, τα «μουστάκια» του καλαμποκιού, σε Ησίοδ. (συγγενές προς το γλωχίν).
γλῶσσα, Αττ. γλῶττα, -ης, , I. 1. το αισθητήριο όργανο, η γλώσσα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. η γλώσσα ως όργανο ομιλίας· γλώσσης χάριν, εξαιτίας της αγάπης για ομιλία, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· ἀπὸ γλώσσης, από ελευθεροστομία, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, όχι από απλή ομιλία του στόματος, όχι από απλή διάδοση, σε Αισχύλ.· όμοια, οὐ κατὰ γλῶσσαν, σε Σοφ.· ἱέναι γλῶσσαν, αφήνω ελεύθερη τη γλώσσα μου, ομιλώ χωρίς περιορισμούς, στον ίδ.· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. με ανίερες βρισιές, βλασφημίες, στον ίδ.· για το βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, βλ. βοῦς. II. διάλεκτος, ομιλούμενη γλώσσα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. III. οτιδήποτε έχει το σχήμα της γλώσσας· στη μουσική, η γλώσσα, το επιστόμιο του αυλού, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
γλωσσαλγία, , ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.
γλώσσ-αλγος, -ον (ἄλγος), αυτός που ομιλεί τόσο μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, πολυλόγος, ο φλύαρος.
γλωσσίς = γλωττίς, σε Λουκ.
γλωσσό-κομον, τό (γλῶσσα III, κομέω), θήκη για φύλαξη των γλωσσίδων των μουσικών οργάνων· θήκη, κιβώτιο, σε Κ.Δ.
γλῶττα, , Αττ. αντί γλῶσσα.
γλωττίς, -ίδος, =γλῶσσα III, σε Λουκ.
γλωχίν[ῑ] ή γλωχίς, , γεν. -ῖνος, κάθε προεξέχον σημείο, «μύτη», 1. η απόληξη του λουριού του ζυγού, σε Ομήρ. Ιλ. 2. η «μύτη», η αιχμή του βέλους, σε Σοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
γναθμός, , σαγόνι, ποιητ. τύπος του γνάθος, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γναθμοὶ φαρμάκων, το «δάγκωμα» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, βλ. ἀλλότριος.
γνάθος[ᾰ], (συγγενές προς το γένυς), 1. η σιαγόνα, κυρίως η κάτω σιαγόνα, ἡ κάτω γνάθος, σε Ηρόδ.· ἔπαγε γνάθον, βάλε τα δόντια σου πάνω του!, σε Αριστοφ.· συχνότερα στον πληθ., σε Πλάτ. κ.λπ. 2. μεταφ., λέγεται για τη φωτιά, σε Αισχύλ. 3. μεταφ., επίσης, όπως το Λατ. fauces, λέγεται για ένα στενό πορθμό, στον ίδ., σε Ξεν. 4. η αιχμή ή η άκρη της σφήνας, σε Αισχύλ.
γναμπτός, , -όν (γνάμπτω), I. 1. σκαλισμένος, καμπύλος, λυγισμένος, σε Όμηρ. 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος, μαλακός, λέγεται για τα μέλη του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ. II. μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, έτοιμος να λυγίσω, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.
γνάμπτω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔγναμψα, Επικ. γνάμψα· ποιητ. τύπος του κάμπτω, χρησιμ. από τον Όμηρ., όταν ένα βραχύ φωνήεν γίνεται μακρό πριν από την πρώτη συλλαβή του, λυγίζω· γνάμπτω τινά, λυγίζω, κάμπτω τη θέληση κάποιου, σε Αισχύλ.
γνάπτω, γναφεύς, βλ. κνάπτω, κναφεύς.
γνήσιος, , -ον (γένος), αυτός που ανήκει στο γένος, δηλ. ο γεννημένος νόμιμα, ο νόμιμος απόγονος, αντίθ. προς το νόθος, σε Όμηρ.· φρονεῖν γνήσια, έχω ευγενή φρονήματα (παρά την ταπεινή καταγωγή μου), σε Ευρ.· γνήσιαι γυναῖκες, οι νόμιμοι σύζυγοι, αντίθ. προς το παλλακίδες, σε Ξεν.· γνήσιοι τῆς Ἑλλάδος, γνήσια τέκνα της Ελλάδας, σε Δημ.· επίρρ. -ίως, νόμιμα, αληθινά, πραγματικά, σε Ευρ.
γνοίην, ευκτ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· γνούς, μτχ.
γνόφος, = δνόφος, σε Λουκ.
γνὺξ (γόνυ), επίρρ., με λυγισμένα γόνατα, γονατιστά· γνὺξ ἐριπών, πέφτω στα γόνατα, σε Ομήρ. Ιλ.
γνῶ, Επικ. αντί ἔγνω, γʹ ενικ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· αλλά, γνῷ, γʹ ενικ. υποτ.
γνῶθι, προστ. αορ. βʹ του γι-γνώσκω.