Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [221 - 240]
γῆ, , συνηρ. αντί γέα· δυϊκ., γεν. και δοτ. γαῖν· πληθ., γαῖ, γέαι, Ιων. γεν. γεῶν, αιτ. γᾶς, I. 1. γη αντίθ. προς τον ουρανό ή ξηρά αντίθ. προς τη θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατὰ γῆν, πάνω στη γη ή μέσω ξηράς, σε Θουκ.· κατὰ γῆς, σε Ξεν.· ἐπὶ γῆς, στη γη, σε Σοφ.· κατὰ γῆς, κάτω από τη γη, σε Τραγ.· η γεν. μαζί με τοπικά επιρρ., ἵνα γῆς, ποῦ γῆς, Λατ. ubi terrarum, σε ποιο μέρος του κόσμου (σε ποιο τεταρτημόριο αυτού), πού μέσα σ' όλο τον κόσμο, σε Σοφ. κ.λπ. 2. γη, ως φυσικό στοιχείο, αντίθ. προς τον αέρα, το νερό, τη φωτιά, σε Πλάτ. II. έδαφος, χώρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· γῆνπρὸ γῆς, από χώρα σε χώρα, στον ίδ. III. η γη ή το χώμα που οργώνεται, καλλιεργείται, σε Σοφ., Πλάτ. IV. σβώλος γης, στη φράση γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν, γῆν καὶ ὕδωρ διδόναι, ως σημεία υποταγής, σε Ηρόδ.
γη-γενής, -ές (γί-γνομαι), I. όπως το αὐτό-χθων, αυτός που έχει γεννηθεί από τη γη, λέγεται για τους πρωτόγονους ανθρώπους, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. ο γεννημένος από τη Γη (Gaia ή Tellus), λέγεται για τους Τιτάνες και τους Γίγαντες, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, λέγεται για πράγματα, πελώριος, μανιώδης, σε Αριστοφ.
γῄδιον, τό, υποκορ. του γῆ, μικρό κομμάτι γης, σε Αριστοφ., Ξεν.
γῆ-θεν, επίρρ., πέρα από τη γη ή από τη γη (δείχνει την προέλευση), σε Αισχύλ., Σοφ.
γηθέω, Δωρ. γᾱθέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐγήθησα· Επικ. γήθησα, παρακ. γέγηθα· Δωρ. γέγᾱθα (με σημασία ενεστ.), υπερσ. ἐγεγήθειν, Επικ. γεγήθειν (γαίω)· χαίρω, αγάλλομαι, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν τάδε γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. γηθήσει προφανείσα (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας ζῶν, χαίρεσαι με το να ζεις, με τη ζωή, σε Σοφ.· γεγηθέναι ἐπί τινι, στον ίδ.· μτχ. γεγηθώς, όπως το χαίρων, Λατ. impune, στον ίδ.
γῆθος, -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.
γηθοσύνη, (γηθέω), χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη, τέρψη, σε Ομήρ. Ιλ.
γηθόσυνος, , -ον και -ος, -ον (γηθέω), χαρμόσυνος, ευτυχής, πρόσχαρος, χαρούμενος με κάτι· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., στο ίδ.
γήινος, , -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, γήϊος, σε Ανθ.
γηΐτης, συνηρ. γῄτης, -ου, (γῆ), γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Σοφ.
γή-λοφος, = γεώλοφος, λόφος, ύψωμα, ανάχωμα, σε Ξεν.
γη-μόρος, (μείρομαι), Δωρ. και Τραγ. γᾱ-μόρος, Αττ. γεω-μόρος· αυτός που είναι κάτοχος ενός μεριδίου γης, ο ιδιοκτήτης γης· οἱ γημόροι, οι γαιοκτήμονες, οι κτηματίες, Λατ. optimᾱtes, σε Ηρόδ.
γη-οχέω (ἔχω), είμαι ιδιοκτήτης γης, κατέχω γη, σε Ηρόδ.
γή-πεδον, Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, τεμάχιο, κομμάτι γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.
γη-πετής, -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
γη-πόνος = γεω-πόνος.
γή-ποτος, -ον, βλ. γά-ποτος.
γηραιός, , -όν (γῆρας), τύπος με μακρό φωνήεν αντί γεραιός· γερασμένος, παλιός, ηλικιωμένος, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.
γηραλέος, , -ον = το προηγ., σε Αισχύλ.
γηράναι[ᾰ], απαρ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.