Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [181 - 200]
γέρεα, Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.
γεροντ-ᾰγωγέω, μέλ. -ήσω (ἀγωγός), καθοδηγώ έναν ηλικιωμένο, σε Σοφ.
γεροντία, , Λακων. τύπος του γερουσία, σε Ξεν.
γερόντιον, τό, υποκορ. του γέρων, γεροντάκος, γεροντάκι, σε Αριστοφ., Ξεν.
γεροντο-δῐδάσκαλος, , , ο δάσκαλος ενός γέροντα, σε Πλάτ.
γερουσία, (γέρων), I. το συμβούλιο των γερόντων, η σύγκλητος, σε Ευρ. II. = πρεσβεία, στον ίδ.
γερούσιος, , -ον (γέρων), αυτός που έχει σχέση ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· γερούσιος ὅρκος, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ.
γέρρον, τὸ (εἴρω), οτιδήποτε φτιαγμένο από λυγαριά, πλεχτός από λυγαριά, καλαμένιος. I. επιμήκης ασπίδα καλυμμένη με δέρμα βοδιού, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες, σε Ηρόδ., Ξεν. II. γέρρα, τά, καλαμωτές καλύβες ή πάγκοι ή περιφράγματα που χρησιμοποιούνταν στην αθηναϊκή αγορά, σε Δημ. III. το πλεκτό σώμα της άμαξας, σε Στράβ.
γερρο-φόροι, οἱ (φέρω), τάγμα στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.
γέρων, -οντος, , I. 1. ηλικιωμένος άντρας, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με πολιτική σημασία· γέροντες ήταν οι δημογέροντες, οι πρεσβύτεροι ή οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το συμβούλιο του βασιλιά, σε Όμηρ.· έπειτα, όπως το Λατ. Patres, και οι συγκλητικοί, ιδίως στη Σπάρτη, σε Ηρόδ. II. ως επίθ., ηλικιωμένος, συναπτόμενο κυρίως με αρσ. ουσ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· αλλά, γέρον σάκος, συναντάται σε Ομήρ. Οδ.
γεῦμα, -ατος, τὸ (γεύω), γεύση, γευστική αποτίμηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Αριστοφ.
γεύμεθα, ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.
γευστέον, ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.
γεύω, μέλ. γεύσω, αόρ. αʹ ἔγευσα· Μέσ. μέλ. γεύσομαι, αόρ. αʹ ἐγευσάμην, υποτ. γεύσεται, -σόμεθα, Επικ. αντί -ηται, -ώμεθα, παρακ. γέγευμαι, I. δίνω μια γεύση από κάτι· τι, σε Ηρόδ.· σπάνια, τινά τι, σε Ευρ.· ή τινά τινος, σε Πλάτ.· πρβλ. γευστέον. II. 1. Μέσ., γεύομαι, με Παθ. παρακ., γεύομαι ένα πράγμα, με γεν. σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. 2. μεταφ., απολαμβάνω, χαίρομαι, αισθάνομαι· δουρὸς ἀκωκῆς, ὀϊστοῦ γεύσασθαι, σε Όμηρ.· γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείαις, ας δοκιμάσουμε ο ένας τον άλλο με το δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.· γεύομαι τα οφέλη, τις ηδονές κάποιου πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης, σε Ηρόδ.· είμαι έμπειρος, έχω πείρα κάποιου πράγματος, μόχθων, πένθους, σε Σοφ., Ευρ. (πιθ.ΓΕΥΣ, πρβλ. το Λατ. gus-tare).
γέφῡρα, , I. ανάχωμα, φράγμα ή σωρός χώματος για την ανάσχεση ποταμού, στον πληθ. σε Ομήρ. Ιλ.· η έκφραση πολέμοιο γέφυραι, φαίνεται να σημαίνει, το έδαφος μεταξύ των δύο γραμμών της μάχης = μεταίχμιον, στο ίδ. II. γέφυρα για τη διάβαση ποταμού, σε Ηρόδ., Αττ.· ο Όμηρ. επίσης φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή τη σημασία στο ρήμα γεφυρόω (άγν. προέλ.).
γεφῡρίζω, μέλ. -σω, εξυβρίζω από τη γέφυρα· υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας και, καθώς οι άνθρωποι τη διέβαιναν, είχαν τη συνήθεια να εξυβρίζουν και να λοιδορούν όποιον ήθελαν· από όπου, χλευάζω ελεύθερα και ανεμπόδιστα, σε Πλούτ.
γεφῡριστής, -οῦ, , υβριστής, βλάσφημος, στον ίδ.
γεφῡρο-ποιός, , αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.
γεφῡρόω (γέφυρα), μέλ. -ώσω, 1. γεφυρώνω, κάνω κάτι διαβατό, προσπελάσιμο μέσω γέφυρας· γεφύρωσε δέ μιν (ενν. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη), το πεσμένο δέντρο έκανε μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.· γεφυρόω τὸν ποταμόν, χτίζω γέφυρα πάνω από τον ποταμό, σε Ηρόδ.· ἐγεφυρώθη ὁπόρος, στον ίδ. 2. φτιάχνω (ένα πέρασμα), όπως η γέφυρα· γεφύρωσε κέλευθον, έκανε δρόμο με γέφυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
γεωγρᾰφία, , γεωγραφία, η περιγραφή της γήινης επιφάνειας, σε Πλούτ.