Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [161 - 180]
γενναιότης, -ητος, (γενναῖος), η ευγένεια του χαρακτήρα, η αριστοκρατική συμπεριφορά, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το έδαφος, η γονιμότητα, η ευφορία του εδάφους, σε Ξεν.
γεννάω (γέννα), μέλ. -ήσω, 1. Ενεργ. του γίγνομαι (πρβλ. γείνομαι II), λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, σε Αισχύλ., Σοφ.· σπάνια χρησιμ. για τη μητέρα, τίκτω, γεννώ, σε Αισχύλ.· οἱ γεννήσαντες, οι γονείς, σε Ξεν.· τὸ γεννώμενον, το τέκνο, σε Ηρόδ.· όπως το φύω I. 2., όπως: κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα, ακόμα κι αν μεγαλώσει, αποκτήσει μεγάλο σώμα, δηλ. ακόμα κι αν έχει γιγάντεια κορμοστασιά, σε Σοφ. 2. μεταφ., παράγω, δίνω αρχή σε κάτι,σε Πλάτ.
γέννημα, -ατος, τό, I. 1. αυτό που παράγεται ή γεννιέται, το τέκνο, σε Σοφ.· κάθε προϊόν ή έργο, σε Πλάτ. 2. αναπαραγωγή, φύση, σε Σοφ. II. Ενεργ., γέννηση, σε Αισχύλ.
γέννησις (γεννάω), Δωρ. -ᾱσις, -εως, , δημιουργία, παραγωγή, σε Ευρ., Πλάτ.· γέννηση, σε Κ.Δ.
γεννητής, -οῦ, (γεννάω), I. γονιός, σε Σοφ., Πλάτ. II. γεννῆται, οἱ (γέννα), στην Αθήνα, οι οικογενειάρχες που συνδέονταν με κοινές θυσίες, σε Πλάτ.
γεννητός, , -όν (γεννάω), αυτός που έχει γεννηθεί, σε Πλάτ.· γεννητοὶ γυναικῶν, αυτοί που έχουν γεννηθεί από γυναίκες, σε Κ.Δ.
γεννήτωρ, Δωρ. -άτωρ, -ορος, = γενέτωρ, σε Ευρ., Πλάτ.
γεννικός, , -όν = γενναῖος, ευγενής, αριστοκράτης, σε Αριστοφ., Πλάτ.
γένος, -εος, τὸ (γί-γνομαι), I. φυλή, γενιά, καταγωγή, οικογένεια, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως απόλ. σε αιτ., ἐξἸθάκης γένος εἰμί, είμαι ως προς την καταγωγή από την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· στην Αττ. μαζί με το άρθρο, ποδαπὸς τὸ γένος εἶ; σε Αριστοφ.· ομοίως στη δοτ., γένει πολίτης, σε Δημ.· οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς, σε Σοφ.· αντίθ. προς το «οἱ ἔξω γένους», στον ίδ.· γένους εἶναί τινος, κατάγομαι από τη γενιά του, στον ίδ. II. 1. απόγονος, τέκνο· λέγεται ακόμα και για μεμονωμένο απόγονο, παιδί, Λατ. genus, σὸν γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῖον γένος, στο ίδ.· όμοια και σε Τραγ. 2. περιληπτικά, τα τέκνα, οι μεταγενέστεροι, σε Θουκ., Δημ. III. 1. γένος, με την έννοια του αθροίσματος πολλών ομοίων· γένος ἀνδρῶν, το ανθρώπινο γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιόνων, βοῶν γένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλή, σόι ή οίκος, Λατ. gens, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα ως υποδιαίρεση της φρατρίας (φρατρία), σε Πλάτ.· επίσης η φυλή, ως υποδιαίρεση του ἔθνους, σε Ηρόδ.· κοινωνική τάξη, στον ίδ., σε Πλάτ.· λέγεται για ζώα, ράτσα, σε Ηρόδ. 2. ως προς το χρόνο, γενιά, εποχή, γενεά, σε Ομήρ. Οδ.· γένος χρύσειον, σε Ησίοδ.· απ' όπου, ηλικία, χρονική περίοδος της ζωής· γένει ὕστερος, σε Ομήρ. Ιλ. IV. φύλο, σε Πλάτ.· γένος, στη Γραμματική, σε Αριστ. V. 1. τάξη, είδος, συνομοταξία, σε Ξεν. 2. στη Λογική (κλάδος της Φιλοσοφίας), γένος, ομάδα, τάξη ή κατηγορία φυτών ή ζώων, αντίθ. προς το εἶδος (είδος ποικιλίας), σε Πλάτ.
γέντο, I. έσφιξε γερά, γράπωσε = ἔλαβεν· βρίσκεται μόνο σε αυτόν τον τύπο, σε Ομήρ. Ιλ.· παραδίδεται ως Αιολ. αντί ἕλετο (Ϝέλετο), όπως το ἦνθον αντί ἦλθον. II. συγκεκ. αντί ἐγένετο, βλ. γίγνομαι.
γένῠς, -υος, , δοτ. γένυι πληθ., γεν. γενύων, συνηρ. γενῦν, δοτ. γένυσι, Επικ. γένυσσι, αιτ. γένυας, συνηρ. γένῡς. I. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., τα σαγόνια, το στόμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· ομοίως στον ενικ., σε Θέογν., Ευρ.· γενικά, οι πλευρές του προσώπου, το μάγουλο, στον ίδ. II. η ακμή, η αιχμή του τσεκουριού, κοφτερός πέλεκυς, σε Σοφ. (πρβλ. γένειον, γνάθος, Λατ. gena).
γεραιός, , -όν (γέρων), I. = γηραιός, ηλικιωμένος, σε Όμηρ. και σε Τραγ.· λέγεται για ανθρώπους, με την έννοια της αξιοπρέπειας, όπως το Λατ. signor, στους ίδ.· ὁ γεραιός, ο σεβάσμιος εκείνος άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ., γεραίτερος, σε Όμηρ.· οἱ γεραίτεροι, οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες, οι δημογέροντες, οι συγκλητικοί, σε Αισχύλ., Ξεν., πρβλ. γέρων· υπερθ., γεραίτατος, σε Αριστοφ.· σπάνια = πρεσβύτατος, ο πιο ηλικιωμένος, σε Θεόκρ. II. λέγεται για πράγματα, αρχαίος, παλιός, σε Τραγ.
γεραιό-φλοιος, -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.
γεραίρω, Επικ. παρατ. γέραιρον, μέλ. γερᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐγέρηρα (γέρας). I. 1. τιμώ ή ανταμείβω με ένα δώρο· τινά τινι, σε Όμηρ. κ.λπ.Παθ., τιμώμαι, σε Ευρ. 2. αντίστροφα, γεραίρω τινί τι, παρέχω ως τιμητικό δώρο, παρά Δημ. II. γιορτάζω, πανηγυρίζω· χόροισι, με χορούς, σε Ηρόδ.
γεραίτερος, γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.
γέρᾰνος, και , γερανόμορφο πτηνό, το πτηνό «γέρανος», Λατ. grus, σε Ομήρ. Ιλ.
γερᾰός, , -όν = γεραιός, σε Σοφ.
γερᾰρός, , -όν (γεραίρω), I. 1. αυτός που έχει σεβάσμιο παρουσιαστικό, μεγαλοπρεπής, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. = γεραιός, σε Αισχύλ. II. γεραροί, οἱ, οι ιερείς, στον ίδ.· γεραραί, οι ιέρειες (του Διονύσου), σε Δημ.
γέρᾰς, -αος, -ως, τό, ονομ. πληθ. γέρᾰ, κατ' αποκοπή αντί γέραα· Αττ. γέρᾱ, Ιων. γέρεα· δώρο τιμής που ελάμβαναν οι αρχηγοί πριν από τη διανομή της λείας, σε Όμηρ.· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, αυτό είναι η τελευταία τιμή προς τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ.· κάθε είδους προνόμιο ή δικαίωμα που απονέμεται στους βασιλείς και στους ευγενείς ως πράξη τιμής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
γεράσμιος, -ον, I. αυτός που αποδίδει τιμές, σε Ομηρ. Ύμν. II. = γεραρός, τιμώμενος, τιμημένος, σε Ευρ.