Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [81 - 100]
Βάκχειος ή Βακχεῖος (Βάκχος), στους ποιητές συναντάται επίσης για λόγους μετρικούς ο τύπος Βάκχιος, -α, -ον, I. ως επίθ., βακχικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στο Βάκχο και στις τελετές του, σε Ευρ., Ξεν.· μαινόμενος, κατειλημμένος από μανία και ενθουσιασμό, σε Ηρόδ., Σοφ.· τὸν Βάκχειον ἄνακτα, λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ. II. 1. ως ουσ., Βάκχιος, = Βάκχος, σε Σοφ., Ευρ. 2. Βάκχιος, = οἶνος, στον ίδ.· 3. Βάκχειος (ενν. πούς), , μετρικός πόδας που αποτελείται από τρεις συλλαβές (— — υ), αντίθ. προς τον υποβάκχειο, παλιμβάκχειο πόδα (υ — —).
Βάκχευμα, ατος, τὸ (Βακχεύω), στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Ευρ., Πλούτ.
Βακχεύς, -έως, ὁ= Βάκχος, σε Σοφ., Ευρ.
Βακχεύσιμος, -ον, εκστασιασμένος θιασώτης του Βάκχου, σε Ευρ.
Βάκχευσις, -εως, , βακχική μανία, σε Ευρ.
Βακχευτής, -οῦ, , αυτός που έχει καταληφθεί πλήρως από τη βακχική μανία· ως επίθ., αυτός που επιδίδεται στα βακχικά όργια, σε Ανθ.
Βακχευτικός, , -όν, διατεθειμένος για βακχικά όργια, σε Αριστ.
Βακχεύτωρ, -ορος, , = Βακχευτής.
Βακχεύω (Βάκχος), μέλ. -σω, I. 1. αμτβ., γιορτάζω τη γιορτή του Βάκχου, τελώ τα μυστήριά του, σε Ηρόδ.· 2. ομιλώ ή ενεργώ σαν να έχω καταληφθεί από μανία, παραληρώ, μιλώ ακατάληπτα, Λατ. bacchari, σε Σοφ., Ευρ. κ.α. II. μτβ., εμπνέω μανία, στον ίδ.· απαντά και στην Παθ., στον ίδ.
Βάκχη, , αυτή που τελεί τα όργια του θεού Βάκχου, Μαινάδα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.α.· γενικά, Βάκχη Ἅιδου, μανιώδης υπηρέτρια του Άδη, σε Ευρ.· επίσης, Βάκχηνεκύων, στον ίδ.
Βακχιάζω, = Βακχεύω, σε Ευρ.
Βακχιάς, -άδος, , ποιητ. θηλ. του Βάκχειος, σε Ανθ.
Βάκχιος, , -ον, =Βάκχειος, βλ. αυτ.
Βακχίς, -ίδος, , = Βάκχη, σε Σοφ.
Βακχιώτης, -ου, , = Βακχευτής, σε Σοφ.
Βάκχος, , Λατ. Bacchus, I. νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «Βάκχος» απαντά για πρώτη φορά στο Σοφ.), ο οποίος αποκαλούνταν Διόνυσος Βάκχειος και ὁ Βάκχειος, σε Ηρόδ. II. προσωνύμιο του οἴνου, σε Ευρ. κ.α. III. ένθερμος θιασώτης του Βάκχου, καθένας που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας, ιερής έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι √ϜΑΧ, έτσι ώστε το Βάκχος να αντιπροσωπεύει το Ϝάκχος· η λέξη Ἴακχος χρησιμ. αντί ϜίϜακχος· πιθ. προέρχεται από το ἰάχω = ϜιϜάχω, φωνάζω, αλαλάζω).
βᾰλᾰν-άγρα, , κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.
βᾰλᾰνεῖον, τό, Λατ. balineum, balneum, λουτρό (ο χώρος συνολικά ή ο συγκεκριμένος λουτήρας), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
βᾰλᾰνεύς, -έως, , υπηρέτης του λουτρού, Λατ. balneᾱtor, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
βᾰλᾰνεύω (βαλανεύς), μέλ. -σω, υπηρετώ κάποιον στο λουτρό· βαλανεύω ἑαυτῷ, εξυπηρετούμαι μόνος μου στο λουτρό, σε Αριστοφ.