LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Β"
- Βρόντης, ὁ (βροντάω), ένας από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
- βροντησι-κέραυνος, -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.
- βρόξαι, βλ. *βρόχω.
- βρότειος, -ον, ή -α, -ον (βροτός), ποιητ. επίθ., θνητός, ανθρώπινος, αυτός που έχει ανθρώπινη καταγωγή, σε Τραγ.
- βρότεος, -η, -ον, ποιητ. αντί βρότειος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
- βροτήσιος, -α, -ον = βρότειος, σε Ησίοδ., Ευρ.
- βροτο-βάμων[ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που καταπατά τους ανθρώπους, σε Ανθ.
- βροτό-γηρυς, -υ, αυτός που έχει ανθρώπινη φωνή, σε Ανθ.
- βροτόεις, -εσσα, -εν (βρότος), λεκιασμένος με ανθρώπινο αίμα, κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
- βροτοκτονέω, μέλ. -ήσω, σκοτώνω ανθρώπους, σε Αισχύλ.
- βροτο-κτόνος, -ον (κτείνω), αυτός που σφάζει ανθρώπους, ανθρωποκτόνος, δολοφόνος, σε Ευρ.
- βροτο-λοιγός, -όν, ολέθριος, η μάστιγα των ανθρώπων, λέγεται για τον Άρη, σε Όμηρ.
- βροτόομαι (βρότος), Παθ., είμαι στιγματισμένος, κηλιδωμένος με αίμα, σε Ομήρ. Οδ.
- βροτός, ὁ, θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές (η αρχική προέλευση φαίνεται να ήταν μορτός, πρβλ. ἄμβροτος).
- βρότος, ὁ, αίμα που έχει αναβλύσει από την πληγή, πηχτό αίμα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
- βροτο-σκόπος, -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.
- βροτο-στῠγής, -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
- βροτο-φεγγής, -ές (φέγγος), αυτός που παρέχει στους ανθρώπους φως, φωτοδότης των ανθρώπων, σε Ανθ.
- βροτο-φθόρος, -ον (φθείρω), καταστροφέας των ανθρώπων, σε Αισχύλ.
- βροτόω, βλ. βροτόομαι.

