Αποτελέσματα για: "Β"
Βρέθηκαν 801 λήμματα [601 - 620]
-
βου-ποίμην, -ενος, ὁ, βοσκός των βοδιών, αγελαδάρης, βουκόλος, σε Ανθ.
-
βου-πόρος, -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.
-
βού-πρῳρος, -ον (πρῷρα), αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού, σε Σοφ.
-
βοῦς, ὁ και ἡ, γεν. βοός, αιτ. βοῦν, Επικ. βῶν, ποιητ. αιτ. επίσης βόα, δυϊκ. βόε, ονομ. πληθ. βόες, σπάνια απαντά το συνηρ. βοῦς, γεν. πληθ. βοῶν, Επικ. συνηρ. βῶν, δοτ. πληθ. βουσί, Επικ. δοτ. βόεσσι, αιτ. πληθ. βόας, Αττ. αιτ. πληθ. βοῦς, Λατ. bos (bov-is), I. ταύρος, βόδι ή αγελάδα· στον πληθ., βόδια, αγελάδες, βοοειδείς αγέλες, σε Όμηρ. κ.λπ. II. βοείη ή βοέη (πάντοτε θηλ.), ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ. III. παροιμ., βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε (βοῦς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει), λέγεται για ανθρώπους που σωπαίνουν συνετά εξαιτίας ενός σοβαρού λόγου, σε Θέογν., Αισχύλ.
-
βού-σταθμον, τό και βού-σταθμος, ὁ, στάβλος των βοδιών, σε Ευρ.
-
βού-στᾰσις, -εως, ἡ, = προηγ., σε Αισχύλ.
-
βου-στρόφος, -ον (στρέφω), αυτός που οδηγεί τα βόδια· και ως ουσ., βούκεντρο, σε Ανθ.· ενώ, βούστροφος (προπαροξ.), «ηροτριωμένος», καλλιεργημένος από βόδια.
-
βου-σφᾰγέω (σφαγή), μέλ. -ήσω, σφάζω βόδια, σε Ευρ.
-
βούτης, -ου, Δωρ. βούτας ή βώτας, -α, ὁ (βοῦς), I. βοσκός, αγελαδάρης, σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ. II. ως επίθ., βούτης φόνος, η σφαγή των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
-
βού-τομον, τό ή βού-τομος, ὁ (τεμεῖν), το «βούτημο», Λατ. butomus, φυτό που φυτρώνει στο νερό ή σε ελώδεις εκτάσεις, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
-
βου-φάγος[ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.
-
βουφονέω, μέλ. -ήσω, σφάζω βόδια, φονεύω βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
-
βουφόνια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή στην αρχαία Αθήνα με θυσίες βοδιών, σε Αριστοφ.
-
βου-φόνος, -ον (*φένω), I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν. II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
-
βουφορβέω, τρέφω, διατηρώ βόδια, σε Ευρ.
-
βουφόρβια, -ων, τά, αγέλη βοδιών, σε Ευρ.
-
βου-φορβός, -όν (φέρβω), αυτός που εκτρέφει βόδια· και ως ουσ., βοσκός, βουκόλος, σε Ευρ., Πλάτ.
-
βού-φορτος, -ον (βου-, φόρτος), = πολύφορτος, σε Ανθ.
-
βου-χανδής, -ές (χανδάνω), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα ολόκληρο βόδι, σε Ανθ.
-
βο-ώνης, -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.