Αποτελέσματα για: "Β"
Βρέθηκαν 801 λήμματα [561 - 580]
-
βού-κρᾱνος, -ον (κάρα), = βούπρῳρος.
-
βουλαῖος, -α, -ον (βουλή), αυτός που ανήκει στη Βουλή, στο συμβούλιο· Ἑστίαβουλαία, όνομα της Θεάς Εστίας που είχε άγαλμα μέσα στο Βουλευτήριο, σε Αισχίν.
-
βουλαρχέω, μέλ. -ήσω, είμαι βούλαρχος, πρόεδρος της Βουλής, σε Αριστ.
-
βούλ-αρχος, ὁ, I. πρόεδρος της Βουλής. II. εισηγητής ενός σχεδίου, Λατ. auctor consilii, σε Αισχύλ.
-
βουλᾱ-φόρος, Δωρ. αντί βουλη-φόρος.
-
βούλευμα, -ατος, τό (βουλεύω), απόφαση κατόπιν ωρίμου σκέψεως, σκοπός, επιδίωξη, σχέδιο, σε Ηρόδ., Αττ.
-
βουλευμάτιον, τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.
-
βούλευσις, -εως, ἡ, I. απόφαση κατόπιν σκέψεως, σε Αριστ. II. ως νομικός όρος, παράνομη εγγραφή ενός πολίτη ανάμεσα στους οφειλέτες του Δημοσίου, σε Δημ.
-
βουλευτέον, ρημ. επίθ. του βουλεύω, πρέπει κανείς να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.
-
βουλευτήριον, τό (βουλεύω), I. χώρος των συνεδριάσεων, χώρος συγκέντρωσης και αγόρευσης των βουλευτών, Λατ. curia, σε Ηρόδ., Αττ. II. η ίδια η βουλή, το σύνολο του βουλευτικού σώματος· και ποιητ., σύμβουλος, σε Ευρ.
-
βουλευτήριος, -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.
-
βουλευτής, -οῦ, ὁ (βουλεύω), μέλος της Βουλής, της Γερουσίας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στην Αθήνα, ένας βουλευτής από τους πεντακοσίους βουλευτές της Βουλής των Πεντακοσίων, σε Ρήτ.
-
βουλευτικός, -ή, -όν (βουλεύω), I. 1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τη συνέλευση των βουλευτών, σε Ξεν., Δημ. 2. ικανός να συμβουλεύει ή να μελετά προσεκτικά ή να αποφασίζει, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. ως ουσ., βουλευτικόν, τό, αναφέρεται στο Αθηναϊκό θέατρο, όπου οι θέσεις δίπλα στην ορχήστρα προορίζονταν για τους 500 βουλευτές, σε Αριστοφ. 2. τάξη, σειρά των Συγκλητικών, σε Πλούτ.
-
βουλευτός, -ή, -όν, επινοημένος, σχεδιασμένος, σε Αισχύλ.
-
βουλεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐβούλευσα, Επικ. βούλευσα, παρακ. βεβούλευκα (βουλή).
Α. I. συνεδριάζω, αποφαίνομαι, λαμβάνω μέτρα· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και επομένως, καθορίζω, αποφασίζω. 1. απόλ., οἷος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο συμβούλιο ή στη μάχη, σε Ομήρ. Οδ.· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (ενν. βουλήν), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό σχέδιο, στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η σημασία ανήκει κυρίως στη Μέσ. 2. με αιτ. πράγμ., σχεδιάζω, μηχανεύομαι, σκέφτομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα, σε Ηρόδ. 3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. II. δίνω γνώμη, παρέχω συμβουλή· τὰ λῷστα βουλεύω, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συμβουλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. III. στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι μέλος της Βουλής, σε Ηρόδ.· ιδίως, είμαι μέλος της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. Β. Μέσ., μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐβουλευσάμην, Επικ. βουλ-, Παθ. αόρ. ἐβουλεύθην, παρακ. βεβούλευμαι. 1. απόλ., συσκέπτομαι ατομικά, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ. του πράγμ., ορίζω κάτι από μόνος μου, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 3. με απαρ., αποφασίζω να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα πρόταση, βουλεύομαι ὅπως..., σε Ξεν.
-
βουλή, ἡ, Δωρ. βωλά (βούλομαι), I. 1. επιθυμία, θέληση, απόφαση, Λατ. consilium, ιδίως απόφαση των θεών, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη, στο ίδ., σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., σχέδια, αποφάσεις, σε Αισχύλ. II. το Συμβούλιο των Γερόντων ή των Προυχόντων, Βουλή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· στην Αθήνα, το συμβούλιο των Πεντακοσίων, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βουλῆς εἶναι, ανήκω στο Συμβούλιο, είμαι μέλος του Συμβουλίου, σε Θουκ.
-
βουλήεις, -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.
-
βούλησις, -εως, ἡ (βούλομαι), I. θέληση, επιθυμία, επιδίωξη, σκοπός, η πρόθεση κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. II. σκοπός ή νόημα ενός ποιήματος, σε Πλάτ.
-
βουλητός, -ή, -όν (βούλομαι), αυτός που πρέπει κανείς να θελήσει, να επιθυμήσει· τὸ βουλητόν, το αντικείμενο της επιθυμίας, σε Πλάτ., Αριστ.
-
βουλη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που εκφέρει γνώμη, αυτός που έχει άποψη, αυτός που συμβουλεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., συμβουλάτορας, στο ίδ.