Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [481 - 500]
βολίζω, ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος, σε Κ.Δ.
βολίς, -ίδος, (βάλλω), 1. ακόντιο, δόρυ, σε Πλούτ. 2. ρίξιμο των ζαριών, ζάρι, σε Ανθ.
βολίτινος, , -ον, κατασκευασμένος από κοπριά βοδιών, σε Αριστοφ.
βόλῐτον, τὸ ή βόλῐτος, (βάλλω), κοπριά των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.
βολο-κτῠπίη, (κτύπος), κτύπος, κρότος των ζαριών, σε Ανθ.
βόλομαι, Επικ. τύπος του βούλομαι, σε Όμηρ.· παρατ. ἐβολλόμαν, σε Θεόκρ.
βόλος, (βάλλω), 1. ρίψη με δίχτυ πιασίματος, ρίψιμο διχτυού με το χέρι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θεόκρ.· μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, πέφτω μέσα στην παγίδα του διχτυού, σε Ευρ. 2. το πράγμα που πιάνεται στο δίχτυ· το κοπάδι των ψαριών, σε Αισχύλ., Ευρ.
βομβ-αύλιος, (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.
βομβέω (βόμβος), μέλ. -ήσω, βουΐζω, ζουζουνίζω, παράγω βουερό θόρυβο, προκαλώ βοητό, ηχώ βαθιά και υπόκωφα, σε Όμηρ.· βόμβησαν κατὰ ῥόον, τα κουπιά έπεσαν με πάταγο μέσα στην παλίρροια, σε Ομήρ. Οδ.· βόμβησεν λίθος, η πέτρα έσκισε τον αέρα βουΐζοντας, στο ίδ.· λέγεται για μέλισσες, βουΐζω, βομβώ, σε Θεόκρ.· χρησιμοποιείται για κουνούπια, βουΐζω, σε Αριστοφ.
βομβήεις, -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
βομβητής, -οῦ, (βομβέω), βομβητής, σειρήνα, σε Ανθ.
βόμβος, , βουητό, ζουζούνισμα, βαθύς και υπόκωφος θόρυβος, σε Πλάτ. (ηχομιμ. λέξη).
βομβῠλιός ή -ύλιος, , έντομο που βουΐζει και ζουζουνίζει, μεγαλόσωμη αγριομέλισσα, μπούμπουρας, σε Αριστοφ.
βοο-σφᾰγία, (σφαγή), σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.
βορά, (βλ. βιβρώσκω), τροφή, βοσκή, κρέας, κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό φαγητό, σε Αισχύλ., Σοφ.
βορβορό-θῡμος, -ον, αυτός που έχει θολωμένο, βρωμερό μυαλό, αυτός που έχει βρωμερό θυμό (δηλ. ψυχή), σε Αριστοφ.
βορβορο-κοίτης, -ου, (κοίτη), αυτός που ξαπλώνει στη λάσπη, όνομα ενός βατράχου, σε Βατραχομ.
βόρβορος, , βρωμερή λάσπη, βούρκος, ακαθαρσία, Λατ. coenum, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
βορβορο-τάραξις, (ταράσσω), αυτός που ανακατεύει τη λάσπη, που αναταράσσει το βόρβορο, σε Αριστοφ.
βορβορ-ώδης, -ες (εἶδος), ο γεμάτος από λάσπη και ακαθαρσίες, σε Πλάτ.