Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [361 - 380]
βιο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
βιοτεία, (βιοτή), τρόπος, μέσο ζωής, σε Ξεν.
βιοτεύω, μέλ. -σω, 1. ζω, σε Ευρ. 2. βρίσκω τροφή, σε Θουκ.· ζω με ή από κάτι· ἀπὸ πολέμου, σε Ξεν.
βιοτή, , I. βίοτος, βίος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. Ποιητ. II. μέσα ζωής, εισόδημα, σε Σοφ., Αριστοφ.
βιότης, -ητος, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
βιότιον, τό, υποκορ. του βίοτος, ανεπαρκές, πενιχρό εισόδημα, σε Αριστοφ.
βίοτος, (βιόω), I.=βίος I, ζωή, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II.=βίος II, τα μέσα της ζωής, εισόδημα, Λατ. victus, σε Όμηρ. III. κόσμος, ανθρώπινο γένος, σε Ανθ.
βιο-φειδής, -ές (φείδομαι), τσιγκούνης, φειδωλός, σε Ανθ.
βιόω (βίος), μέλ. βιώσομαι, αόρ. αʹ ἐβίωσα, αόρ. βʹ ἐβίων, γʹ ενικ. προστ. βιώτω, υποτ. βιῶ, ευκτ. βιῴην, απαρ. βιῶναι, μτχ. βιούς, παρακ. βεβίωκα· ζω, περνώ τη ζωή μου (ενώ αντίθετα, ζάω σημαίνει ζω, κυρίως υπάρχω στη ζωή), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., βεβίωταί μοι, έχω ζήσει, Λατ. vixi — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ηρόδ.
βιόωνται, Επικ. αντί βιῶνται, γʹ πληθ. Μέσ. του βιάω.
βίῳ, βιῴην, βιῶναι, βιώτω, βλ. βιόω.
βιῴατο, Επικ. αντί βιῷντο, γʹ πληθ. ευκτ. του βιάω.
βιώσιμος, -ον (βιόω), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, αυτό που δεν είναι καλό κάποιος να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ.
βίωσις, -εως, (βιόω), τρόπος ζωής, σε Κ.Δ.
βιώσκομαι, αόρ. αʹ ἐβιωσάμην, αποθ.· μτβ. του βιόω, αναζωογονώ, διατηρώ στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· με Παθ. σημασία, επανέρχομαι στη ζωή.
βιωτέον, ρημ. επίθ. του βιόω, πρέπει κάποιος να βιώσει, σε Πλάτ.
βιωτικός, , -όν (βιόω), αυτός που είναι κατάλληλος ή ανήκει στη ζωή, σε Κ.Δ.
βιωτός, -όν (βιόω), αυτός που βιώνεται, αυτός που είναι άξιος να γίνει βίωμα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
βλάβεν, Επικ. αντί ἐβλάβησαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του βλάπτω.
βλᾰβερός, , -όν (βλάπτω), επιζήμιος, επιβλαβής, βλαπτικός, σε Ησίοδ., Ξεν.