Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [301 - 320]
βελεσσι-χᾰρής, -ές (βέλος, χαίρω), αυτός που χαίρεται από τα βέλη, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Ανθ.
βελόνη, (βέλος), κάθε αιχμηρή άκρη, βελόνα, κάθε κοφτερό και μυτερό σημείο, σε Βατραχομ., Αισχίν.
βελονοπώλης, -ου, (πωλέω), αυτός που πωλεί βελόνες, σε Αριστοφ.
βέλος, -εος, τό (βάλλω, όπως το Λατ. jaculum από το jacio), 1. βλήμα, ιδίως σαΐτα, κεραυνός, σε Όμηρ.· λέγεται για το βράχο που τεμαχίστηκε και εκσφενδονίστηκε από τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμοποιείται για το πόδι του βοδιού, το οποίο εκτοξεύθηκε από έναν από τους μνηστήρες κατά του Οδυσσέα, στον ίδ.· ὑπὲκβελέων, μακριά από το πεδίο ρίψης των βελών, στο απυρόβλητο, εκτός βεληνεκούς, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἔξω βελῶν, σε Ξεν. 2. όπως το ἔγχος, χρησιμ. για κάθε είδος όπλου, όπως για σπαθί, ξίφος, σε Αριστοφ.· λέγεται για τσεκούρι, σε Ευρ. 3. τὰ ἀγανὰ βέλεα του Απόλλωνα και της Άρτεμης στον Όμηρ. πάντα δηλώνουν τον αιφνίδιο, εύκολο θάνατο των ανδρών και των γυναικών αντίστοιχα. 4. μετά τον Όμηρ., λέγεται για οτιδήποτε εξακοντίζεται γρήγορα και ακαριαία· Ζηνὸς βέλη, οι κεραυνοί του Δία, σε Αισχύλ.· πύρπνουν βέλος, στον ίδ.· βέλη πάγων, οι πάγοι που διαπερνούν, διατρυπούν, σε Σοφ.· μεταφ., ὀμμάτων βέλος, το βλέμμα του ματιού, σε Αισχύλ.· ἱμέρου βέλος, τα βέλη του έρωτα, στον ίδ.· λέγεται για λογικά επιχειρήματα, πᾶν τετόξευται βέλος, στον ίδ.
βελο-σφενδόνη, , βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.
βέλτερος, , -ον, ποιητ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, περισσότερο διαπρεπής· βέλτερόν (ἐστι), είναι καλύτερο (απρόσωπη έκφραση που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. βέλτατος, , -ον, στον ίδ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το βούλομαι).
βέλτιστος, , -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του ἀγαθός, καλύτερος, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· ὦ βέλτιστε ή βέλτιστε, ένας κοινός τρόπος προσφώνησης, καλέ μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ βέλτιστον, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· οἱ βέλτιστοι ή τὸ βέλτιστον, αριστοκρατία, Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. βέλτερος).
βελτίων, [ῑ], -ον, γεν. -ονος, Αττ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιώνομαι, εξελίσσομαι, σε Θουκ. (πρβλ. βέλτερος).
βεμβῑκιάω (βέμβιξ), μόνο στον ενεστ., περιστρέφομαι σαν σβούρα, σε Αριστοφ.
βεμβῑκίζω (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.
βέμβιξ, -ῑκος, , Λατ. turbo, σβούρα περιστρεφόμενη από μαστίγιο, σε Αριστοφ.
βεμβράς, -άδος, , βλ. μεμβράς.
Βενδῖς, -ῖδος, , αιτ. Βενδῖν, Θρακική Άρτεμη, σε Λουκ.· Βενδίδειον, τό, ναός της Άρτεμης Βενδίδος, σε Ξεν.· Βενδίδεια, -ων, τά, εορτή της Άρτεμης Βενδίδος, σε Πλάτ.
βένθος, -εος, τό, ποιητ. αντί βάθος, όπως το πένθος αντί πάθος, το βάθος της θάλασσας, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.· επίσης λέγεται για το ξύλο, βένθεσιν ὕλης, σε Ομήρ. Οδ.
βέντιστος, , -ον, Δωρ. αντί βέλτιστος.
βέομαι και βείομαι, βʹ ενικ. βέῃ, σε Όμηρ. με σημασία μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το βιόω)· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του βαίνω.
βερέσχεθος, , ανόητος, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
βῆ, Επικ. αντί ἔβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του βαίνω.
βῆβῆ, μπε... μπε..., το βέλασμα των προβάτων, σε Κρατίν.
βῆθι, βῆναι, προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του βαίνω.