Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [241 - 260]
βάτην[ᾰ], Επικ. αντί ἐβήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του βαίνω.
βᾰτηρίς, -ίδος, (βατέω), κλῖμαξ βατηρίς, σκάλα για ανάβαση, σε Ανθ.
βατιδο-σκόπος, -ον, αυτός που παρατηρεί τις βατίδες, είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.
βᾰτίς, -ίδος, , είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.
βᾰτο-δρόπος, -ον (δρέπω), αυτός που μαζεύει μούρα, σε Ομηρ. Ύμν.
βάτος[ᾰ], , θάμνος με αγκάθια ή άγρια βατομουριά, σε Ομήρ. Οδ.
βάτος, , εβραϊκό μέτρο για υγρά· Αττ. μετρητής, σε Κ.Δ.
βᾰτός, , -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
βᾰτράχειος, -ον (βάτραχος), αυτός που προέρχεται από τον βάτραχο ή αυτός που ανήκει στον βάτραχο· βατράχεια (ενν. χρώματα), χρώμα του βατράχου, πρασινοκίτρινο, σε Αριστοφ.
βᾰτραχίς, -ίδος, , ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.
βᾰτρᾰχο-μῠο-μᾰχία, (μῦς, μάχη), πόλεμος μεταξύ βατράχων και ποντικιών.
βάτραχος[βᾰτρᾰ-], , αμφίβιο ζώο βάτραχος, σε Βατραχομ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
βαττᾰρίζω (βάττος), ψελλίζω, τραυλίζω, σε Λουκ.
βαττο-λογέω, μέλ. -ήσω (λόγος), μιλώ τραυλίζοντας, επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα, χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Κ.Δ.
Βάττος, , τραυλός, όνομα ενός βασιλιά της Κυρρήνης, σε Ηρόδ. (ηχομιμ. λέξη).
βᾰΰζω, Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, βαὰβαά, γαβγίζω, σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, βρίζω, ουρλιάζω, σε Αισχύλ.· μτβ., θρηνώ ηχηρά, τινά, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).
βαύκᾰλις, , αγγείο που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το κρασί ή το νερό, σε Ανθ.
βαυκο-πᾰνοῦργος, , ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.
βαυκός, , -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.
βαΰσδω, Δωρ. αντί βαΰζω.