Αποτελέσματα για: "Β"
Βρέθηκαν 801 λήμματα [241 - 260]
-
βάτην[ᾰ], Επικ. αντί ἐβήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του βαίνω.
-
βᾰτηρίς, -ίδος, ἡ (βατέω), κλῖμαξ βατηρίς, σκάλα για ανάβαση, σε Ανθ.
-
βατιδο-σκόπος, -ον, αυτός που παρατηρεί τις βατίδες, είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.
-
βᾰτίς, -ίδος, ἡ, είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.
-
βᾰτο-δρόπος, -ον (δρέπω), αυτός που μαζεύει μούρα, σε Ομηρ. Ύμν.
-
βάτος[ᾰ], ἡ, θάμνος με αγκάθια ή άγρια βατομουριά, σε Ομήρ. Οδ.
-
βάτος, ὁ, εβραϊκό μέτρο για υγρά· Αττ. μετρητής, σε Κ.Δ.
-
βᾰτός, -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
-
βᾰτράχειος, -ον (βάτραχος), αυτός που προέρχεται από τον βάτραχο ή αυτός που ανήκει στον βάτραχο· βατράχεια (ενν. χρώματα), χρώμα του βατράχου, πρασινοκίτρινο, σε Αριστοφ.
-
βᾰτραχίς, -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.
-
βᾰτρᾰχο-μῠο-μᾰχία, ἡ (μῦς, μάχη), πόλεμος μεταξύ βατράχων και ποντικιών.
-
βάτραχος[βᾰτρᾰ-], ὁ, αμφίβιο ζώο βάτραχος, σε Βατραχομ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
-
βαττᾰρίζω (βάττος), ψελλίζω, τραυλίζω, σε Λουκ.
-
βαττο-λογέω, μέλ. -ήσω (λόγος), μιλώ τραυλίζοντας, επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα, χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Κ.Δ.
-
Βάττος, ὁ, τραυλός, όνομα ενός βασιλιά της Κυρρήνης, σε Ηρόδ. (ηχομιμ. λέξη).
-
βᾰΰζω, Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, βαὰβαά, γαβγίζω, σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, βρίζω, ουρλιάζω, σε Αισχύλ.· μτβ., θρηνώ ηχηρά, τινά, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).
-
βαύκᾰλις, ἡ, αγγείο που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το κρασί ή το νερό, σε Ανθ.
-
βαυκο-πᾰνοῦργος, ὁ, ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.
-
βαυκός, -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.
-
βαΰσδω, Δωρ. αντί βαΰζω.