Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [201 - 220]
βάς, βᾶσα, βάν, μτχ. αορ. βʹ του βαίνω.
βᾰσᾰνίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, αόρ. αʹ ἐβασάνισα, Παθ. αόρ. ἐβασανίσθην, παρακ. βεβασάνισμαι· I. τρίβω χρυσάφι (βασανίζω χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική πέτρα (βάσανος), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, δοκιμάζω τη γνησιότητα ενός πράγματος, ελέγχω, αποδεικνύω, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. ανακρίνω μέσω της υποβολής σε βασανιστήριο με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την αποκάλυψη της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια ασθένεια ή καταιγίδα, σε Κ.Δ.
βᾰσᾰνιστέος, , -ον, ρημ. επίθ., I. καθένας που υπόκειται σε εξέταση, έλεγχο, σε Πλάτ. II. βασανιστέον, πρέπει κάποιος να υποβάλει σε βασανιστήριο, τινά, στον ίδ., σε Δημ.
βᾰσᾰνιστής, -οῦ, (βασανίζω), ανακριτής, εξεταστής, σε Δημ., Κ.Δ.
βάσᾰνος[βᾰ-], , I. Λυδία λίθος, η οποία χρησιμοποιούνταν για τη δοκιμή του χρυσού, Λατ. lapis Lydius, μια σκουρόχρωμη πέτρα επί της οποίας, όταν τριφθεί καθαρό χρυσάφι, αφήνει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, ίχνος, σε Θέογν. II. γενικά, μια δοκιμασία που αποβλέπει στο να εξακριβώσει αν ένα πράγμα είναι γνήσιο ή πραγματικό, σε Ηρόδ., Σοφ. III. 1. αναζήτηση της αλήθειας μέσω βασανισμού, «η ανάκριση», το μαρτύριο για απόσπαση μαρτυρίας, το οποίο εφαρμοζόταν σε δούλους, στους Ρήτ. 2. το μαρτύριο μιας αρρώστιας, σε Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).
βᾱσεῦμαι, Δωρ. αντί βήσομαι, μέλ. του βαίνω.
βᾰσίλειᾰ, (βασῐλεύς), βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
βᾰσιλείᾱ, Ιων. -ηΐη, (βασιλεύω), βασίλειο, κράτος, κυριαρχία, σε Ηρόδ.· κληρονομική μοναρχία, αντίθ. προς το τυραννίς, σε Θουκ. κ.λπ.
βᾰσῐλείδιον, τό, υποκορ. του βασιλεύς, μικρός βασιλιάς, σε Πλούτ.
βᾰσίλειον, Ιων. -ήϊον, τὸ (βασιλεύς), 1. βασιλικό ενδιαίτημα, παλάτι, σε Ξεν.· συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. βασιλικό θησαυροφυλάκιο, στον ίδ.
βᾰσίλειος, -ον ή , -ον, Ιων. -ήϊος, , -ον, αυτός που ανήκει στον βασιλιά, βασιλικός, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
βᾰσῐλεύς, , γεν. -έως, Ιων. -ῆος, αιτ. βασιλέα και συνηρ. βασιλῆ, ονομ. πληθ. βασιλεῖς, Ιων. -ῆες, παλ. Αττ. βασιλῆς, αιτ. πληθ. βασιλεῖς, παλιός Αττ. βασιλῆς· I. 1. βασιλιάς, αρχηγός, σε Όμηρ.· έπειτα, κληρονομικός άρχοντας, αντίθ. προς το τύραννος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄναξ βασιλεύς, άρχοντας βασιλιάς, σε Αισχύλ.· με γεν., βασιλεὺς νεῶν, στον ίδ.· οἰωνῶν βασιλεύς, των πουλιών, στον ίδ.· ο Όμηρος έχει έναν συγκρ. βασιλεύτερος, βασιλικότερος, και υπερθ. βασιλεύτατος, ο πιο βασιλικός. 2. λέγεται για το γιο του βασιλιά, τον πρίγκηπα ή για οποιονδήποτε μοιράζεται τη διακυβέρνηση, σε Ομήρ. Οδ. 3. γενικά, άρχοντας, αφέντης, οικοδεσπότης, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. II. στην Αθήνα, ο δεύτερος από τους εννέα άρχοντες αποκαλούνταν «βασιλεύς»· ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες τελετές και την διεξαγωγή των δικών με αντικείμενο εκδίκασης δολοφονίες στο δικαστήριο, σε Πλάτ. κ.λπ. III. μετά τους Περσικούς πολέμους, ο βασιλιάς της Περσίας ονομαζόταν «βασιλεὺς» (χωρίς το άρθρο), σε Ηρόδ., Αττ.· σπανιότερα απαντά η φράση «ὁβασιλεύς» ή «ὁ μέγας βασιλεύς», σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
βᾰσῐλεύω, μέλ. -σω (βασιλεύς), 1. είμαι βασιλιάς, άρχω, βασιλεύω, κυριαρχώ, εξουσιάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τις γυναίκες, είμαι βασίλισσα, στον ίδ.· με γεν., είμαι βασιλιάς κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον βασιλεύοι, στον ίδ.· στον αόρ., έχω διατελέσει βασιλιάς, σε Ηρόδ.· με δοτ., είμαι βασιλιάς ανάμεσα σε άλλους, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., άρχομαι από βασιλιά, σε Πλάτ., και ακολούθως, υποτάσσομαι στον βασιλιά, σε Πλούτ. 2. είμαι κύριος ενός πράγματος, με γεν., σε Θεόκρ.
βᾰσῐληΐη, βᾰσῐλήϊος, Ιων. αντί βασιλείᾱ, βασίλειος.
βᾰσῐληΐς, -ΐδος, , ποιητ. θηλ. του βασίλειος, βασιλικός, αρχοντικός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
βᾰσῐλίζω (βασιλεύς), μέλ. -σω, βρίσκομαι στο πλευρό του βασιλιά, τον υποστηρίζω, σε Πλούτ.
βᾰσῐλικός, , -όν, όπως το βασίλειος, I. 1. μεγαλοπρεπής, δεσποτικός, σε Ηρόδ., Αττ. 2. όμοιος με βασιλιά, πριγκηπικός· βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος, σε Ξεν.· επίρρ., βασιλικῶς, ως βασιλιάς, με βασιλική εξουσία, στον ίδ. II. ως ουσ., 1. βασιλικὴ (ενν. στοά), , περιστύλιο στην Αθήνα, σε Πλάτ.· βλ. στοά. 2. βασιλικός, , αξιωματούχος του βασιλιά, σε Κ.Δ.
βασῑλῐναῦ, σολοικισμός αντί βασίλιννα, σε Αριστοφ.
βᾰσίλιννα, , βασίλισσα, σε Δημ.
βᾰσῐλίς, -ίδος, , = βασίλειᾰ, 1. βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. ως επίθ., βασιλικός, στον ίδ.