Αποτελέσματα για: "Α"
Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [6541 - 6560]
-
ἁφή, ἡ (ἅπτω)· I. φωτισμός, άναμμα, περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ. II. (ἅπτομαι) άγγιγμα, ψηλάφηση, σε Αισχύλ.· αίσθηση αγγίγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
ἀφ-ηγέομαι, Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι, οἱ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, σε Ξεν. II. λέγω ή διηγούμαι χωρίς παραλείψεις, εξηγώ, διασαφηνίζω, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, τὸ ἀπηγημένον, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.
-
ἀφήγημα, Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.
-
ἀφήγησις, Ιων. ἀπηγ-, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, εξιστόρηση, αφήγηση, ἄξιον ἀπηγήσιος, άξιο εξιστόρησης, σε Ηρόδ.
-
ἀφηγητήρ, -ηρος, ὁ, οδηγός, σε Ανθ.
-
ἀφ-ηδύνω, μέλ. -ῠνῶ, γλυκαίνω, σε Πλούτ., Λουκ.
-
ἀφ-ῆκα, αόρ. αʹ του ἀφίημι.
-
ἀφ-ήκω, φτάνω σε, σε Πλάτ.
-
ἀφ-ῆλιξ, Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται πέρα από τη νεότητα, ηλικιωμένος, κυρίως σε συγκρ. ἀπηλικέστερος, σε Ηρόδ.
-
ἄφ-ημαι, Παθ., κάθομαι χωριστά, μτχ. ἀφήμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀφήτωρ, -ορος, ὁ (ἀφ-ίημι), τοξότης, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀφθαρσία, ἡ, αφθαρσία, σε Κ.Δ.
-
ἄ-φθαρτος, -ον (φθείρω), αδιάφθορος, μη φθειρόμενος, σε Αριστ. κ.λπ.
-
ἄ-φθεγκτος, -ον (φθέγγομαι)· I. άφωνος, σε Αισχύλ., Ανθ. II. λέγεται για τόπους, εκεί όπου κανένας δεν μπορεί να μιλήσει, σε Σοφ. III. Παθ., άρρητος, ανείπωτος, άφατος, σε Πλάτ.
-
ἄ-φθῑτος, -ον και -η, -ον (φθίνω), αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά, σε Όμηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, αθάνατος, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ἄ-φθογγος, -ον, άφωνος, άλαλος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
ἀ-φθόνητος, -ον (φθονέω), μη φθονούμενος, σε Αισχύλ.
-
ἀφθονία, ἡ, I. ελευθερία από φθόνο ή τσιγγουνιά, ετοιμότητα, σε Πλάτ. II. λέγεται για πράγματα, αφθονία, πληθώρα, πλούτος, σε Πίνδ., Πλάτ.
-
ἄ-φθονος, -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο· I. 1. Ενεργ., ελεύθερος από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. απλόχερος, γενναιόδωρος, Λατ. benignus, σε Τραγ. II. 1. Παθ., μη φειδωλός, γενναιόδωρα δοσμένος, άφθονος, πλούσιος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, ζω σε αφθονία, σε Ξεν. 2. μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, ὄλβος, σε Αισχύλ. III. ανώμ. συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· αλλά -ώτερος, -ώτατος, σε Ξεν. IV. είμαι σε αφθονία, ἀφθονία ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ.
-
ἀφθορία, ἡ, αφθαρσία, έλλειψη φθοράς, σε Κ.Δ.