Αποτελέσματα για: "Α"
Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [6061 - 6080]
-
ἀσφᾰλίζομαι, Αττ. Μέσ. μέλ. -ιοῦμαι· κάνω κάτι ασφαλές, εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω, σε Κ.Δ.
-
ἄσφαλτος, ἡ, άσφαλτος, η νάφθα, σχηματισμένη σε σβόλους (θρόμβοι), στην επιφάνεια ποταμού, κοντά στη Βαβυλώνα και στην Αδριατική κοντά στα Σούσα, σε Ηρόδ., (δείχνει να είναι ξένη λέξη).
-
ἀ-σφᾰρᾰγέω, μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
-
ἀσφάρᾰγος[φᾰ], ὁ, = φάρυγξ, φάρυγγας, λαρύγγι, οισοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀ-σφάρᾰγος, ὁ (α ευφωνικό, σπαργάω), Λατ. asparagus, τρυφερό βλαστάρι, σε Ανθ.
-
ἀσφοδέλινος, -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τον ασφόδελο, σε Λουκ.
-
ἀσφοδελός, ὁ, I. ασφόδελος, κρινοειδές φυτό, σε Ησίοδ., Θεόκρ. II. οξύτ. ως επίθ., ἀσφοδελὸς λειμών, λιβάδι με ασφόδελους, όπου βρίσκονται στοιχειωμένες ψυχές ηρώων, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
-
ἄ-σφυκτος, -ον (σφύζω), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει ζωή, λιπόθυμος, σε Ανθ.
-
ἀσχᾰλάω, χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. ἀσχαλάᾳ, γʹ πληθ. ἀσχαλόωσι, απαρ. ἀσχαλαίαν, μτχ. ἀσχαλόων· είμαι πολύ λυπημένος, θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι ταραγμένος, στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἀσχάλλω, μέλ. -ᾰλῶ, = ἀσχαλάω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τινι, για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τι, στον ίδ.
-
ἄ-σχετος, Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.
-
ἀ-σχημάτιστος, -ον (σχηματίζω), αυτός που δεν έχει σχήμα ή μορφή, σε Πλάτ.
-
ἀσχημονέω, μέλ. -ήσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, ντροπιάζω τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
-
ἀσχημοσύνη, ἡ, έλλειψη σχήματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Πλάτ.· λέγεται με ηθική σημασία, κακή διαγωγή, απρέπεια, στον ίδ.
-
ἀ-σχήμων, -ον, γεν. -ονος (σχῆμα)· 1. δύσμορφος, άσχημος, επαίσχυντος, Λατ. turpis, σε Ευρ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ἀσχήμων γενέσθαι, είμαι απρεπής, σε Ηρόδ.
-
ἀσχολέω, μέλ. -ήσω, ενασχολώ, είμαι απασχολημένος, έχω ασχολίες, τινά, σε Λουκ.
-
ἀσχολία, ἡ, ασχολία, ενασχόληση, εργασία, έλλειψη ανάπαυλας, σε Θουκ.· ἀσχολία ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη φιλοσοφία), σε Πλάτ.· ἀσχολία ἄγειν, ασχολούμαι ή απασχολούμαι, στον ίδ.· ἀσχολίαν παρέχειν τινί, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον, στον ίδ.
-
ἄ-σχολος, -ον (σχολή)· I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει ελεύθερο χρόνο, απασχολημένος, αυτός που έχει εργασία, πολυάσχολος, σε Πλάτ., Δημ.· ἄσχολος ἔς τι, αυτός που δεν έχει ελεύθερο χρόνο για κάτι, σε Ηρόδ.· ἄσχολος περί τι, απασχολημένος με..., σε Πλούτ.· επίρρ., ἀσχόλως ἔχειν, είμαι απασχολημένος, σε Ευρ. II. λέγεται για πράξεις, αυτός που δεν αφήνει καθόλου ελεύθερο χρόνο, δεν ευκαιρεί, στον ίδ.
-
ἄσχυ, τό, συμπυκνωμένος χυμός από Σκυθικό δέντρο, σε Ηρόδ.
-
ἀ-σώμᾰτος, -ον (σῶμα), ασώματος, σε Πλάτ.