Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [6021 - 6040]
ἀ-συγκέραστος, -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.
ἀ-συγκόμιστος, -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
ἀ-σύγκρῐτος, -ον (συγκρίνω), αυτός που δεν συγκρίνεται, ανόμοιος, σε Πλούτ.
ἀ-σῡκοφάντητος, -ον (συκοφαντέω), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.
ἀσῡλαῖος, , -ον (ἄ-συλος), αυτός που παρέχει άσυλο, σε Πλούτ.
ἀ-σύλητος, -ον (συλάω), αβεβήλωτος, απαραβίαστος, σε Ευρ.
ἀσυλία, (ἄσυλος), ιερό, απαραβίαστο, λέγεται για τους ικέτες, σε Αισχύλ.
ἀ-συλλόγιστος, -ον (συλλογίζομαι), αυτός που δεν συλλογίζεται ορθά, παράλογος· επίρρ. -τως, ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός, είμαι ανίκανος να σκεφτώ, να συλλογιστώ ορθά σχετικά με κάτι, σε Πλούτ.
ἄ-σῡλος, -ον (σύληI. ασφαλής από τη βία, απαραβίαστος, λέγεται για πρόσωπα που αναζητούν προστασία, σε Ευρ.· με γεν., γάμων ἄσυλος, ο ασφαλής από το γάμο, στον ίδ. II. λέγεται για τόπους, γῆν ἄσυλον παρασχεῖν, καθιστώ τη χώρα ασφαλές καταφύγιο, στον ίδ.
ἀ-σύμβᾰτος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον (συμβαίνω), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., -τως ἔχειν, είμαι αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, σε Σοφ.
ἀ-σύμβλητος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον (συμβάλλω), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, απαράμιλλος, αμίμητος, ασυναγώνιστος, σε Σοφ.
ἀ-σύμβολος, -ον, αυτός που δεν πληρώνει τη συνεισφορά ή το μερίδιο του (συμβολαί), Λατ. immunis, δειπνεῖν ἀσύμβολον, σε Αισχίν.
ἀσυμμετρία, , έλλειψη της αναλογίας ή αρμονίας, σε Πλάτ.
ἀ-σύμμετρος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμμετρος, -ον, I. αυτός που δεν έχει κοινό μέτρο, αρμονία, τινι με κάτι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Πλούτ. II. ασύμμετρος, δυσανάλογος, σε Ξεν.
ἀ-συμπᾰγής, -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.
ἀ-συμπᾰθής, -ές, αυτός που δεν έχει συμπάθεια σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.
ἀ-σύμφορος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφορος, -ον, αυτός που δεν συμφέρει, απρόσφορος, ανώφελος, σε Ησίοδ.· με δοτ., ακατάλληλος για κάτι, επιβλαβής, σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, ἔς ή πρός τι, στον ίδ.· επίρρ., -ρως, σε Ξεν.
ἀ-σύμφωνος, αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφωνος, -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, τινι, σε αντίθεση με κάποιον άλλο, στον ίδ.· πρός τινα, σε Κ.Δ.
ἀ-σύμψηφος, -ον, αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον, τινος, σε Πλούτ.
ἀ-σύνδετος, -ον, ασύνδετος, μη συνδεδεμένος, χαλαρός, σε Ξεν.