Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [5401 - 5420]
ἀργῠρικός, , -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ.
ἀργύριον[ῠ], τό· I. κέρμα από ασήμι, μικρό ασημένιο νόμισμα, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. περιληπτικώς, τα χρήματα, το χρηματικό ποσό, τα μετρητά, με τον ίδιο τρόπο που και σήμερα λέμε «αργύρια», στον ίδ., Θουκ. II. = ἄργυρος, το ασήμι, στον ίδ., Πλάτ.
ἀργῠρῖτις, -ιδος, (ἄργυρος), ακατέργαστος άργυρος, άμμος που περιέχει ψήγματα αργύρου, σε Ξεν.
ἀργῠρο-γνώμων, -ονος, , , αυτός που δοκιμάζει το ασήμι, που διακρίνει τα γνήσια από τα κίβδηλα ασημένια νομίσματα, σε Πλάτ.
ἀργῠρο-δίνης[ῑ], -ου, (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀργῠρο-ειδής, -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ασήμι, με άργυρο, σε Ευρ.
ἀργῠρό-ηλος, -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
ἀργῠρο-θήκη, , χρηματοθήκη, μέρος όπου φυλάσσονται τα χρήματα, σε Θεόφρ.
ἀργῠρο-κόπος, (κόπτω), αυτός που κατεργάζεται τον άργυρο, σε Κ.Δ.
ἀργῠρολογέω, μέλ. -ήσω· 1. συλλέγω με καταναγκασμό χρήματα, επιβάλλω την καταβολή χρημάτων, σε Ξεν. 2. με αιτ. προσ., επιβάλλω ή εισπράττω φόρο, φορολογώ, σε Θουκ.
ἀργῠρολογία, , καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.
ἀργῠρο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.
ἀργῠρο-πέζα, , αυτή που έχει ασημένια πόδια, σε Ανθ.
ἀργῠρο-ποιός, (ποιέω), αργυροτεχνίτης, σε Ανθ.
ἀργῠρό-πους, , , αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.
ἀργῠρόρ-ρύτος[ῠ], -ου, (ῥέω), αυτός που ρέοντας μεταφέρει ασήμι, λέγεται για ποταμούς που στις κοίτες τους υπάρχουν ψήγματα αργύρου, σε Ευρ.
ἄργῠρος, (ἀργός = λευκός)· I. λευκό μέταλλο, δηλ. ασήμι, σε Όμηρ. κ.λπ. II. χρήματα σε αργυρά νομίσματα, τα χρήματα όπως το ἀργύριον, σε Σοφ.
ἀργῠρο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.
ἀργῠρό-τοιχος, -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.
ἀργῠρό-τοξος, -ον (τόξον), αυτός που έχει ασημένιο (λαμπρό) τόξο, ομηρ. επίθετο του Απόλλωνα, σε Όμηρ.