Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [5321 - 5340]
ἄπωθεν, επίρρ., 1. από μακριά, σε Σοφ., Ευρ. 2. με γεν., μακριά από, σε Ευρ., Θουκ.
ἀπ-ωθέω, μέλ. ἀπώσω, αόρ. αʹ ἀπέωσα· 1. σπρώχνω πίσω, ωθώ πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιώχνω, εκδιώκω, σε Θουκ.Μέσ., διώχνω μακριά από εμένα, εκβάλλω, σε Όμηρ.· με γεν., αποκρούω, διώχνω μακριά από έναν τόπο· και στη Μέσ., αποδιώχνω από κοντά μου, αποβάλλω, εξορίζω, εκτοπίζω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για τον άνεμο, εκτρέπω κάποιον από την πορεία του, παροδηγώ, παραπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ. 3. στη Μέσ. επίσης, απορρίπτω, αποποιούμαι, αρνούμαι να δεχθώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀπωθέω δουλοσύνην, αποτινάζω τη δουλία, σε Ηρόδ.
ἀπώλεια, (ἀπόλλυμι), σε Κ.Δ.
ἀ-πώμαστος, -ον (πῶμα), αυτός που δεν έχει πώμα ή καπάκι, σε Βάβρ.
ἀπώμοτος, -ον (ἀπόμνυμιI. αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί κάποιος παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί κάποιος ότι είναι ανέφικτος παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ. II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει κάτι, στον ίδ.
ἀπ-ῶσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀπωθέω.
ἄπωσις, -εως, (ἀπωθέω), απώθηση, απέλαση, απόκρουση, εκτοπισμός, σε Θουκ.
ἀπωστέον, ρημ. επίθ. του ἀπωθέω, αυτό που πρέπει κάποιος να απωθήσει, να απορρίψει, σε Ευρ.
ἀπωστός, , -όν (ἀπωθέω), I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ. II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
ἀπωτάτω, υπερθ. επιρ. του ἄπωθεν, στη μέγιστη δυνατή απόσταση από, τινός, σε Δημ.
ἀπωτέρω, συγκρ. επίρρ. του ἄπωθεν, πιο μακριά από, σε Σοφ. κ.λπ.· παροιμ., ἀπωτέρω ἢγόνυ κνήμα, σε Θεόκρ.
ἄρᾰ, Επικ. ῥά (εγκλ.) και προ συμφώνου ἄρ· συμπερασματικό μόριο·
Α.
Επικ. χρήση· I. 1. τότε, αμέσως, παρευθύς· ὣςφάτο, βῆ δ' ἄρ' ὄνειρος, σε Ομήρ. Ιλ.· κατόπιν, ακολούθως, ύστερα· οἱ δ' ἄρ' Ἀθήνας εἶχον, στο ίδ. 2. όταν η προσοχή στρέφεται σε κάτι εκπληκτικό, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσεσκον τῶν ἄλλων, Ἀχιλλεὺς δ' ἄρ' ἐπιρρήσεσκε καὶ οἷος, τρεις συνηθισμένοι άνδρες απαιτούνταν για να γίνει αυτό, αλλά ο Αχιλλέας, δώστε προσοχή! το έκανε μόνος του, στο ίδ. 3. για να εξηγήσει κάτι που προηγήθηκε, εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε, φῆ ῥ' ἀέκητι θεῶν φευγέειν, εάν δεν είχε εκστομίσει ασεβή λόγο, γιατί είπε ότι..., στο ίδ.· ομοίως, το ἄρα καθιστά πιο εμφατική την αναφ. αντων., ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος, ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοί, ακριβώς αυτόν που..., αυτόν τον συγκεκριμένο που..., στο ίδ. Β. Αττ. χρήση, παρεμφερές με το οὖν, λοιπόν, επομένως· με ηπιότερη σημασία, μάτην ἄρ' ἥκομεν, ώστε λοιπόν έχουμε έρθει μάταια, σε Σοφ.· εἰκότως ἄραοὐκ ἐγίγνετο, σε Ξεν.· σε ερωτημ. φράσεις, για να εκφράσει την αγωνία αυτού που ρωτάει, τίς ἄρ ῥύσεται; μα ποιος λοιπόν θα σώσει; σε Αισχύλ. Γ. ΘΕΣΗ: το ἄρα δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης, πρβλ. οὖν· Λατ. igitut.
ἆρᾰ; ερωτημ. μόριο, ισχυρότερος τύπος ως προς τη θέση του τόνου και τη σημασία του ἄρα· 1. όταν τίθεται στον λόγο μόνο του, συνήθως αναμένει αρνητική απάντηση, όπως το Λατ. num? σε Αττ.· ομοίως, ἆρα μή; Λατ. num vero? σε Αισχύλ.· όταν αναμένεται καταφατική απάντηση, χρησιμοποιείται το ἆρ' οὐ; ἆρ' οὐχί; Λατ. nonne vero? σε Σοφ. κ.λπ. 2. στον πεζό λόγο, το ἆρα σχεδόν πάντοτε τίθεται στην αρχή πρότασης.
ἀρά, Ιων. ἀρή, · I. ευχή, προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. 1. επίκληση του κακού, της θείας δίκης, κατάρα, καταλαλιά, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. αποτέλεσμα κατάρας, όλεθρος, καταστροφή· ἀρὴν καὶ λοιμὸν ἀμῦναι, σε Ομήρ. Ιλ. III. η Ἀρά προσωποποιήθηκε ως η θεά του ολέθρου και της εκδίκησης, Λατ. Dira, σε Σοφ. [ᾱρ- κατά κανόνα στην Επικ.· στην Αττ. πάντοτε ᾰρ-].
ἀρᾰβέω, μέλ. -ήσω (ἄραβος), κάνω θόρυβο, ηχώ ως κλαγγή, παράγω, ήχο, κροτώ, κροταλίζω, λέγεται για τον οπλισμό σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα δόντια, τρίζω, σε Θεόκρ.
Ἀρᾰβία, , η Αραβία, η περιοχή της Αραβίας, σε Ηρόδ.· ποιητ. Ἀρραβία, σε Θεόκρ.· Ἀράβιος, , -ον, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίσης -ικός, , -όν, σε Πλούτ.
ἄραβος, , τρίξιμο ή ήχος που παράγει το τρίξιμο των δοντιών, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).
ἄραγμα, -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.
ἀραγμός, (ἀράσσω), χτύπος, πάταγος, θόρυβος που παράγεται από σύγκρουση αντικειμένων, τριγμός, τρίξιμο, σε Αισχύλ.· ἀραγμὸς πετρῶν, πάταγος που προέρχεται από κατολίσθηση βράχων, σε Ευρ.· στέρνων ἀραγμός, χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. planctus, σε Σοφ.
ἆραι, απαρ. αορ. αʹ του αἴρω.