Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [5221 - 5240]
ἀπο-φώλιος, -ον, κενός, μάταιος, αδρανής, άχρηστος, ανωφελής, Λατ. irritus, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
ἀπο-χάζομαι, αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω και αφήνω ένα σχοινί· ἀποχάλα τὴν φροντίδα, σε Αριστοφ.
ἀπο-χᾰλινόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ το χαλινάρι από φορτηγό ζώο, σε Ξεν.
ἀπο-χαλκεύω, μέλ. -σω, κατασκευάζω κάτι από σφυρήλατο χαλκό, σε Ξεν.
ἀπο-χαλκίζω, αφαιρώ τον χαλκό, δηλ. τα χρήματα από κάποιον, σε Ανθ.
ἀπο-χᾰρᾰκόω, μέλ. —ώσω = ἀποσταυρόω, σε Πλούτ.
ἀπο-χειρο-βίωτος, -ον (χείρ, βιόω), αυτός που ζει από τα έργα των χεριών του, χειρώνακτας, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἀπο-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, απομακρύνω κάτι δια χειροτονίας και, συνεπώς, I. απομακρύνω με την ψήφο μου κάποια κατηγορία από κάποιον, τον κηρύσσω αθώο, με γεν., σε Δημ. II. 1. με αιτ., ἀποχειροτονέω τινὰ τῆς ἀρχῆς, καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του, του αφαιρώ την εξουσία του, σε Πλούτ. 2. λέγεται για πράγματα, καταψηφίζω, απορρίπτω, ακυρώνω, σε Αριστοφ., Δημ. III. ἀποχειροτονέω τι μὴ εἶναι, δηλώνω με την ψήφο μου ότι κάτι δεν ισχύει, σε Δημ.
ἀποχειροτονία, , αποδοκιμασία, απόρριψη που εκφράζεται δι' ανατάσεως των χειρών, σε Δημ.
ἀπο-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. -έχεα, Επικ. -έχευα εκχέω, ραντίζω, σταλάζω, σε Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. ἀπο-χεύομαι, σε Ευρ.
ἀποχή, (ἀπέχωI. αποχή, εγκράτεια, σε Πλούτ. II. εξοφλητική απόδειξη, εξόφληση, σε Ανθ.
ἀπο-χηρόομαι, Παθ., στερούμαι από, αποστερούμαι, τινος, σε Αριστοφ.
ἀπο-χραίνω, μειώνω τη ζωηρότητα του χρώματος, σκιάζω, σε Πλάτ.
ἀπο-χράω, Ιων. -χρέω, απαρ. -χρῆν, Ιων. -χρᾶν, μτχ. -χρῶν, -χρῶσα, παρατ. ἀπέχρη, Ιων. -έχρα, μέλ. -χρήσω, αόρ. αʹ -έχρησα·
Α. I.
επαρκώ, είμαι επαρκής, αρκετός· απόλ., στα υπόλοιπα, πλην του γʹ ενικ. προσωπα, δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω, σε Αριστοφ.· με απαρ., ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι, εκατό πλοία επαρκούν για να υποτάξουν, σε Ηρόδ. II. 1. κατά κανόνα στο γʹ ενικ. 1. αρκώ, επαρκώ, ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δεν επαρκούσε ώστε να προμηθεύσει το στράτευμα με νερό, στον ίδ.· ταῦτα ἀποχρᾷ μοι, στον ίδ., Αττ. 2. απρόσ. με απαρ., ἀποχρᾷ μοι ποιεῖν, αρκεί για μένα ώστε να κάνω, σε Ηρόδ.· με μτχ., μέρος ἐχούσῃ ἀπόχρη μοι, μου αρκεί να λάβω ένα μερίδιο, σε Αισχύλ.· και χωρίς απαρ., ἀπόχρη τινι, αρκεί γι' αυτόν, σε Δημ. III. 1. Παθ., μένω ικανοποιημένος με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ. 2. απρόσ., οὐκ ἀπεχρᾶτο, στον ίδ.· ἀπεχρέετο, με απαρ., στον ίδ. Β. I. 1. Αποθ., ἀποχράομαι, Ιων. -χρέομαι, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο επωφελή για μένα, με δοτ. πράγμ. ή απόλ., σε Θουκ. 2. καταχρώμαι, κάνω κακή χρήση, Λατ. abuti, με δοτ., σε Δημ. II. με αιτ., καταναλίσκω, δαπανώ, φονεύω, αφανίζω, καταστρέφω, σε Θουκ.
ἀποχρήματος, -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.
ἀποχρώντως, επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του ἀποχράω, αρκετά, επαρκώς, σε Θουκ.
ἀπ-οχῠρόω, μέλ. -ώσω, ασφαλίζω με οχυρωματικά έργα, οχυρώνω· μεταφ., στη μτχ. Παθ. παρακ. ἀπωχυρωμένος πρός τι, αδιάφθορος, αδέκαστος σε κάτι, σε Πλάτ.
ἀπο-χωλεύω, μέλ. -σω, καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, κουτσό, σε Ξεν.
ἀπο-χωλόομαι, Παθ., γίνομαι εντελώς κουτσός, σε Θουκ.