Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [5061 - 5080]
ἀπο-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ]· 1. αποχωρίζω, αποσχίζω κάτι από, τινός, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός, σε Ηρόδ.· τὸ τέκνον ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με διπλή αιτ., αποχωρίζω, αφαιρώ κάτι από κάποιον, σε Σοφ.· ἀποσπάω τινά, αποχωρίζω, αποσχίζω κάποιον, σε Ηρόδ.Μέσ., αφαιρώ κάτι για τον εαυτό μου, σε Πλούτ.Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι μακριά, αποχωρίζομαι από, τινός, σε Πίνδ., Ευρ.· ἐξ ἱροῦ, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν ἱερῶν, σε Θουκ. 3. ἀποσπῶ πύλας, βγάζω τις θύρες από τη θέση τους, σε Ηρόδ. 3. ἀποσπάω τὸ στρατόπεδον, αποχωρίζομαι από το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., ἀποσπάσας, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ.Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ.
ἀπο-σπένδω, μέλ. -σπείσω, εκχέω, χύνω κρασί ως σπονδή, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
ἀπο-σπεύδω, μέλ. -σπεύσω, προσπαθώ με ζήλο να εμποδίσω κάτι, αποτρέπω, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι, στον ίδ.
ἀπο-σποδέω, μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
ἀποσ-σεύω, Επικ. αντί ἀπο-σεύω.
ἀπό-στα αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.
ἀποστᾰδόν και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.
ἀπο-στάζω, μέλ. -ξω· I. αφήνω κάτι να ρέει σταγόνα σταγόνα, σταλάζω, σε Θεόκρ. II. αμτβ., πέφτω, ρέω σε σταγόνες, σταλάζω, σε Σοφ.
ἀποστᾰλάω, = ἀποστάζω I, σε Ανθ.
ἀποστᾰσία, , μεταγεν. τύπος του ἀπόστασις, εξέγερση, ανταρσία, σε Πλούτ.
ἀποστᾰσίουδίκη, , καταγγελία εναντίον απελεύθερου οποίος εγκατέλειψε ή αμέλησε τον προστάτη του ή προσκολλήθηκε σε άλλον, σε Δημ.· ἀποστασίου βιβλίον, τό, διαζευκτήριο έγγραφο, διαζύγιο, σε Κ.Δ.
ἀπόστᾰσις, -εως, (ἀφίσταμαι), το να στέκεται κάποιος μακριά από κάτι, και συνεπώς· 1. επανάσταση, εξέγερση, ανταρία, ἀπό τινος ή τινος, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρός τινα, σε Θουκ. 2. αναχώρηση από, βίου, σε Ευρ. 3. απόσταση, διάστημα, σε Πλάτ.
ἀποστᾰτέον, ρημ. επίθ. του ἀφίσταμαι, αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.
ἀποστᾰτέω, μέλ. -ήσω (ἀφίσταμαιI. στέκομαι μακριά από, αναχωρώ από, είμαι μακριά από, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀποστατῶ φίλων, εγκαταλείπω τους φίλους μου, σε Αριστοφ. II. απόλ., στέκομαι μακριά, αποστασιοποιούμαι, απουσιάζω, σε Αισχύλ.
ἀποστᾰτήρ, -ῆρος, (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.
ἀποστάτης, ου, (ἀφίσταμαι), φυγάς, αυτός που εγκαταλείπει κάποιον, εξωμότης, σε Πλούτ.
ἀποστᾰτικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, είμαι έτοιμος να εξεγερθώ, στον ίδ.
ἀπο-σταυρόω, μέλ. -ώσω, περιφράζω με πασσάλους, σε Θουκ.
ἀπο-στεγάζω, μέλ. -σω, αφαιρώ τη στέγη, σε Κ.Δ.
ἀπο-στέγω, μέλ. -ξω· I. κρατώ μακριά το νερό, προστατεύω από την εισροή υδάτων· μεταφ., κρατώ σε απόσταση, ὄχλον πύργος ἀποστέγει, σε Αισχύλ. II. κρατώ μέσα το νερό, το περιορίζω, εμποδίζω την εκροή του, σε Πλάτ.