Αποτελέσματα για: "-λούομαι"
Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [821 - 840]
-
αἰγί-κνημος, -ον (αἴξ, κνήμη), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ.
-
αἰγι-κορεῖς, -έων, οἱ, οι αιγοβοσκοί, όνομα μίας εκ των τεσσάρων αρχαίων Αττικών Φυλών, σε Ηρόδ., Ευρ. (αν από τα αἴξ, κορέννυμι, τότε η κυριολεκτική σημασία της λέξης είναι «αυτοί που τρέφουν κατσίκια»).
-
αἰγί-λιψ[γῐ], -ῐπος, ὁ, ἡ (αἴξ, λείπω), εγκαταλελειμμένος ακόμη κι απ' τα κατσίκια, απ' όπου· απότομος, κρημνώδης· πέτρη, σε Ομήρ. Ιλ.
-
αἴγῐλος, ἡ (αἴξ), χορτάρι που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.
-
Αἴγῑνα, -ης, ἡ, η Αίγινα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, Αἰγιναίη (ενν. νῆσος), σε Ηρόδ.· απ' όπου· Αἰγινήτης, -ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, -ιδος, ο καταγόμενος από την Αίγινα, στον ίδ. κ.λπ.· επίθ. Αἰγιναῖος, -α, -ον, ο σχετικός με την Αίγινα, σε Θουκ. κ.λπ.
-
αἰγῐ-νομεύς, -έως, ὁ (αἴξ, νέμω), γιδοβοσκός, ποιμένας των κατσικιών, σε Ανθ.
-
αἰγῐ-νόμος, -ον (αἴξ, νέμω), I. αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., αιγοβοσκός, σε Ανθ. II. αἰγίνομος (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· βοτάνη, στο ίδ.
-
αἰγί-οχος, -ον (ἔχω), αυτός που κρατά την αιγίδα, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ.
-
αἰγῐ-πόδης, -ου, ὁ (αἴξ, πούς), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.
-
αἰγί-πους, -ποδος, ὁ, ἡ, τὸ αἰγίπουν = το προηγ., σε Ηρόδ.
-
αἰγί-πῠρος, ὁ ή αἰγί-πυρον, τό, χορτάρι που προτιμούν στη βοσκή οι γίδες, γιδοβότανο, είδος σίκαλης, σε Θεόκρ.
-
αἰγίς, -ίδος, ἡ (αἴξ)· I. 1. αιγίδα ή ασπίδα του Δία, όπως περιγράφεται στην Ομήρ. Ιλ. Ε. 738 κ. ε. Η αιγίδα σε αγάλματα της Αθηνάς παρουσιάζεται ως κοντό κάλυμμα από κατσικίσιο δέρμα, καλυμμένο με λέπια, με το κεφάλι Γοργόνας και με κρόσσια που σχηματίζονται από φίδια, βλ. Ηρόδ., Δ. 189. 2. παλτό από κατσικίσιο δέρμα, σε Ευρ. II. (αἲξ II), ορμητική θύελλα, φοβερή καταιγίδα, σίφουνας, τυφώνας, σε Αισχύλ.
-
αἰγλάεις, συνηρ. αἰγλᾶς, Δωρ. αντί αἰγλήεις, σε Πίνδ.
-
αἴγλη, ἡ, 1. φως ήλιου, ακτινοβολία, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα απλώς το φως της ημέρας· λευκὴ αἴγλη, στο ίδ.· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ. 2. κάθε είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα, ακτινοβολία· αἴγλη χαλκοῦ, η λάμψη του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.
-
αἰγλήεις, -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.
-
αἰγλο-φᾰνής, -ές (φαίνομαι), ακτινοβόλος, λαμπρός, λαμπερός, φωτοβόλος, σε Ανθ.
-
αἰγό-κερως, γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, αιτ. -κερων (αἴξ, κέρας)· I. αυτός που έχει κέρατα τράγου, σε Ανθ., Πλούτ. II. ως ουσ., ο Αιγόκερως στον Ζωδιακό κύκλο, σε Λουκ.
-
αἰγο-νόμος, -ον (αἴξ, νέμω) = αἰγινόμος, σε Ανθ.
-
αἰγ-όνυξ, -υχος, ὁ, ἡ (αἴξ, ὄνυξ) = αἰγῶνυξ, σε Ανθ.
-
αἰγο-πόδης, -ου, ὁ = αἰγιπόδης, σε Ανθ.