Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-λούομαι"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [421 - 440]
ἀγων-άρχης, -ου, (ἄρχω), κριτής αγώνα, σε Σοφ.
ἀγωνία, Ιων. -ίη, (ἀγών), 1. αγώνας, άμιλλα, προσπάθεια, πάλη για τη νίκη· διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων, αγκαλιάζω, περικλείω, περιλαμβάνω κάθε είδους αγώνα, σε Ηρόδ.· πολεμίων ἀγωνία, σε Ευρ.· ἐν δημοτικῇ ἀγωνίᾳ, σε Ξεν. 2. γυμναστική άσκηση, πάλη, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, άσκηση, εξάσκηση, εκγύμναση, γύμνασμα, γυμναστική, στον ίδ. 3. λέγεται για το νου ή την ψυχή, αγωνία, αδημονία, στενοχώρια· ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ, σε Δημ.
ἀγωνιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἠγωνίᾱσα, παρακ. ἠγωνίᾱκα (ἀγωνίαI. όπως το ἀγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι έντονα, προσπαθώ, μάχομαι, σε Δημ. κ.λπ. II. είμαι ανήσυχος, βρίσκομαι σε αγωνία, σε Πλάτ.· περί τινος, σε Αριστ.· ἐπί τινι, σε Πλούτ.
ἀγωνίδαται, βλ. ἀγωνίζομαι Β.
ἀγωνίζομαι, μέλ. -ῐοῦμαι (με Παθ. σημασία, βλ. παρακ. Β), αόρ. αʹ ἠγωνισάμην, παρακ. ἠγώνισμαι (με Ενεργ. σημασία)· αόρ. αʹ ἠγωνίσθην (ἀγών
Α. I. 1.
ως αποθ., διαγωνίζομαι για έπαθλο ή βραβείο, ιδίως σε δημόσιους αγώνες, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, στον ίδ.· περί τινος, για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἀγωνίζομαι στάδιον, στον ίδ.· ἀγῶνα περί τῆς ψυχῆς ἀγ., σε Δημ. 2. πολεμώ, μάχομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· με σύστ. αντ., ἣν (μάχην) ἀγωνίζεσθε, σε Ευρ. 3. διαγωνίζομαι για τη διάκριση, για το βραβείο πάνω στη σκηνή, και τα δύο λέγονται για τον ποιητή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όπως επίσης λέγεται για τον υποκριτή ηθοποιό, σε Δημ.· γενικά, αγωνίζομαι για τη νίκη· καλῶς ἠγώνισαι, σε Πλάτ. 4. λέγεται για δημόσια αγόρευση, σε Ξεν. II. διεξάγω δικαστικό αγώνα, χρησιμοποιείται ως δικανικός - νομικός όρος, σε Αντιφ.· με σύστ. αντ.· ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν, υπερασπίζω στο δικαστήριο κάποια υπόθεση μέχρι τέλους, σε Δημ.· ἀγωνίζομαι ψευδομαρτυριῶν (ενν. γραφήν), στον ίδ.· ἀγωνίζομαι ἀγῶνα, σε Ανδοκ. κ.λπ.· αλλά το ἀγωνίζομαι φόνον, υπερασπίζω τον εαυτό μου κατά κατηγορίας φόνου, σε Ευρ. III. γενικά, αγωνίζομαι, κοπιάζω, προσπαθώ έντονα, με απαρ., σε Θουκ.· με σύστ. αιτ., ἃ μὲν ἠγωνίσω, σε Δημ. Β. ως Παθ., κερδίζομαι, κατακτώμαι με μεγάλο αγώνα, έρχομαι εις πέρας, κυρίως στον παρακ.· πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται (Ιων. αντί ἠγωνισμένοι εἰσι), σε Ηρόδ.· τὰ ἠγωνισμένα, διαφιλονικούμενα, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος, διεκδικούμενος, υπό κρίση νόμος, σε Δημ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, ἀγωνιεῖται τὸ πρᾶγμα, θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί, στον ίδ.
ἀγώνιος, -ον (ἀγών), 1. αυτός που ανήκει στον αγώνα· ἄεθλος ἀγώνιος, βραβείο, έπαθλο του αγώνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Ερμή, ως προστάτη των αγώνων, στον ίδ.· επίσης, για τον Δία ως κριτή του αγώνα, σε Σοφ.· οἱ ἀγώνιοι θεοί, στον Αισχύλ. κ.λπ.· είναι πιθ. οι θεοί που προΐσταντο στους μεγάλους αγώνες ως προστάτες στον κίνδυνο (Δίας, Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Ερμής) ή όλοι οι δώδεκα μεγάλοι και κύριοι θεοί. 2. ἀγωνίῳ σχολᾷ, σε Σοφ. Αίας 195: είναι πιθ. οξύμωρο = ανάπαυση γεμάτη από στενοχώρια και σύγκρουση, αγώνα, ανήσυχη ανάπαυση.
ἀγώνῐσις, (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
ἀγώνισμα, -ατος, τό (ἀγωνίζομαι), I. 1. πάλη, συμπλοκή, αγώνας· στον πληθ., έργα που γίνονται στη μάχη, ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ. 2. στον ενικ., ἀγώνισμά τινος, κατόρθωμα για το οποίο μπορεί κάποιος να νιώθει περήφανος, σε Θουκ.· ξυνέσεως ἀγώνισμα, άριστο κατόρθωμα πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς ἀγώνισμα, καρπός, αποτέλεσμα κατάρας, σε Ευρ. II. ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι αντικείμενο των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις, σε Λουκ. III. αυτό με το οποίο κάποιος ρίχνεται στον αγώνα, δημηγορία, απαγγελία, ρητορικό γύμνασμα για πρόσκαιρη επίδειξη ή διαγωνισμό, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα, σε Θουκ.
ἀγωνισμός, (ἀγωνίζομαι), άμιλλα, ανταγωνισμός, σε Θουκ.
ἀγωνιστέον, ρημ. επίθ. του ἀγωνίζομαι, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να αγωνιστεί, σε Ξεν. κ.λπ.
ἀγωνιστής, -οῦ, (ἀγωνίζομαι), I. 1. αγωνιζόμενος, συναγωνιζόμενος, αντίπαλος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως επίθ., ἀγωνισταὶ ἵπποι, άλογα αγώνων δρόμου, σε Πλούτ. 2. συζητητής, αντίπαλος στη συζήτηση, σε Πλάτ. II. με γεν., αυτός που αγωνίζεται, που προσπαθεί για κάτι· τῆς ἀρετῆς, πρόμαχος αρετής, σε Αισχίν.
ἀγωνιστικός, , -όν (ἀγωνίζομαι), I. κατάλληλος, ικανός για αγώνα ή για συζήτηση ή αλλιώς αγώνα λόγων, σε Αριστ. II. λέγεται για πρόσωπα, ανταγωνιστικός, αυτός που διψά για επαίνους, επιδοκιμασία, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, με αντιπαράθεση· ἀγωνιστικῶς ἔχειν, διατίθεμαι ή διάκειμαι για μάχη, φιλονικία, σε Πλούτ.
ἀγωνοθεσία, , το αξίωμα και η εξουσία του ἀγωνοθέτου, η διεύθυνση των αγώνων, σε Πλούτ.
ἀγωνοθετέω, μέλ. -ήσω, I. 1. διευθύνω τους αγώνες, τους διοργανώνω, σε Θουκ.· ἀγωνοθετέω Ὀλύμπια, σε Ανθ. 2. με αιτ., ἀγωνοθετέω στάσιν, υποδαυλίζω, υποκινώ στάση ή εξέγερση, σε Πλούτ. II. γενικά, ενεργώ ως κριτής, αποφασίζω, σε Δημ.
ἀγωνο-θέτης, -ου, (τίθημι), 1. κριτής σε αγώνες, διευθυντής αγώνων ή μεταγεν. διοργανωτής αγώνων, σε Ηρόδ., Αττ. 2. γενικά, κριτής, σε Ξεν. κ.λπ.
ἀδᾰημονία, , αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
ἀ-δαήμων, -ον (*δάω), αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί, αμαθής, άπειρος σε κάτι· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· κακῶν ἀδαήμονες, σε Ομήρ. Οδ.
ἀ-δαής, -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει κάτι, σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.
ἀ-δάητος, -ον (*δάω), άγνωστος, σε Ησίοδ.
ἄ-δαιτος, -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι κατάλληλος για βρώση, σε Αισχύλ.