Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-θεν"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [38341 - 38360]
τροχερός, , -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.
τροχηλᾰτέω, μέλ. τροχηλατήσω, οδηγώ άρμα· οδηγώ γύρω γύρω, κυκλικά, σε Ευρ.
τροχ-ηλάτης[ᾰ], -ου, (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.
τροχ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω1. αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ. 3. μεταφ., αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τροχός ή άμαξα, στον ίδ.· μανία τροχήλατος, περιστρεφόμενη μανία, στον ίδ.
τροχιά, (τροχός), ίχνη, γραμμή που σχηματίζουν οι τροχοί, σε Ανθ.
τροχίζω, μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.
τροχῐλία, , δέσμη τροχαλίας, καρούλι και άλλα παρόμοια, Λατ. trochlea, σε Αριστοφ.
τροχίλος[ῐ], (τρέχω), μικρό πτηνό, νεροκότσυφας, για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το στόμα του κροκόδειλου, σε Ηρόδ.
τροχιός, , -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.
τρόχις, (τρέχω), δρομέας, αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ.
τροχο-δῑνέομαι, Παθ., περιστρέφομαι ως τροχός, σε Αισχύλ.
τροχο-ειδής, -ές (εἶδος), στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός, σε Θέογν., Ηρόδ.
τροχόεις, -εσσα, -εν, στρογγυλός σαν τροχός, στρογγυλός, σε Ανθ.
τροχο-ποιέω, μέλ. τροχοποιήσω, κατασκευάζω τροχούς, σε Αριστοφ.
τροχός, (τρέχω), οτιδήποτε τρέχει κυκλικά·
Α. I.
στρογγυλή πλάκα, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. τροχός, ρόδα, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· τροχοὺς μιμεῖσθαι, να μιμείσαι τροχούς, λέγεται για κάποιον που λυγίζει το σώμα του προς τα πίσω έτσι ώστε να σχηματίζει τροχό, σε Ξεν. 2. τροχός κεραμοποιού, σε Ομήρ. Ιλ. 3. τροχός θεατρικής μηχανής, σε Αριστ. 4. τροχός βασανιστηρίου, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι, στον ίδ. κ.λπ.· τῷ τροχῷ τινα προσδεῖν, σε Λουκ. III. τροχός που χρησίμευε στο παιχνίδι των παιδιών και αποτελούνταν από σιδερένιο ή χάλκινο στεφάνι με κρίκους, οι οποίοι κατά την περιστροφή του τροχού ηχούσαν (το Graecus trochus των Ρητ.). IV. τροχοὶ γῆς, θαλάσσης, κύκλοι ή ζώνες της ξηράς και της θάλασσας, σε Πλάτ. V. κρίκος στη στομίδα του χαλιναριού, σε Ξεν. Β. 1. τρόχος, , τρέξιμο, αγώνισμα δρόμου, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου, όχι πολλούς αγωνιστικούς δρόμους, τροχιές του ηλίου, δηλ. όχι πολλές ημέρες, σε Σοφ.· παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι, σε Ευρ. 2. τόπος για τρέξιμο, στον ίδ.
τρύβλιον, τό, κούπα, ποτήρι, σε Αριστοφ.
τρῠγάω, μέλ. τρυγήσω (τρύγηI. 1. με αιτ. του πράγμ. που συλλέγεται (καρπού ή σοδειάς), συλλέγω τον καρπό, τρυγώ, Λατ. vindemiare, ἑτέρας σταφυλὰς τρυγόωσιν, σε Ομήρ. Οδ.· καρπόν, σε Ηρόδ.· μεταφ., τρυγήσομεν αὐτήν (ενν. Εἰρήνην), σε Αριστοφ.Παθ., τετρυγημένοι καθ' ὥραν, μαζεμένοι την κατάλληλη εποχή, σε Λουκ. 2. απόλ., σε Αριστοφ. II. 1. με αιτ. του πράγμ. από το οποίο λαμβάνεται ο καρπός, μαζεύω τους καρπούς από το δέντρο ή τον αγρό, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν (Επικ. ευκτ. αντί τρυγῷεν), όταν μάζεψαν τους καρπούς από το αμπέλι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παροιμ., ἐρήμας τρυγᾶν (ενν. ἀμπέλους), τρυγώ αφύλαχτα αμπέλια, δηλ. είμαι τολμηρός εκεί που δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, σε Αριστοφ.
τρύγη[ῠ], , 1. ώριμος καρπός, συγκομιδή δημητριακών, σιτάρι, οὐδὲ τρύγην οἴσεις, σε Ομηρ. Ύμν. 2. συγκομιδή σταφυλιών, σε Ανθ.
τρῠγητήρ, -ῆρος, , αυτός που μαζεύει σταφύλια, Λατ. vindemiator, σε Ησίοδ. [με ῡ].
τρύγητος, (τρῠγάω1. τρύγος, θέρος, σε Πλούτ., Λουκ. 2. εποχή συγκομιδής, σε Θουκ.