Αποτελέσματα για: "-θεν"
Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [2021 - 2040]
-
ἀμηχανάω, = το επόμ., σε Ανθ., στους Επικ. τύπους ἀμηχανόωσιν, -όων.
-
ἀμηχᾰνέω, μέλ. -ήσω, παρατ. ἠμηχάνουν· (ἀμήχανος)· 1. βρίσκομαι σε αμηχανία για, ή βρίσκομαι σε έλλειψη ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ.· περί τινος, για ένα πράγμα, σε Ευρ.· ὅπα τράπωμαι, προς το οποίο μέρος να στραφώ, σε Αισχύλ. 2. απόλ., ἀμηχανῶν βιοτεύω, ζω στερούμενος τα απαραίτητα της ζωής, σε Ξεν.
-
ἀ-μηχᾰνής, -ές = ἀμήχανος, σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. -έων).
-
ἀμηχᾰνία, Ιων. -ίη, ἡ, I. έλλειψη μέσων, ένδεια, ανικανότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ὑπ' ἀμηχανίας, σε Αριστοφ. II. λέγεται για πράγματα, δυσκολία, κακουχία, συμφορά, σε Ησίοδ.
-
ἀ-μήχᾰνος, Δωρ. ἀμάχανος, -ον, (μηχανή), I. 1. αυτός που έχει έλλειψη μέσων ή πόρων, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, τινος, για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. εἴς τι, στενόχωρος ως προς κάτι, σε Ευρ. 2. με απαρ., μη γνωρίζοντας τί να πράξει, ανίκανος να πράξει, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ. II. με Παθ. σημασία: 1. απραγματοποίητος, δύσκολος, αδύνατος, με απαρ.· ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν, δρόμος δύσκολος στη διάβαση, σε Ξεν.· ἀμήχανόν ἐστι, με απαρ., είναι αδύνατο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ἀμήχανα, ακατόρθωτα, αδύνατα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. αυτό έναντι του οποίου δε μπορεί να γίνει τίποτα, ακατανίκητος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, ἀμήχανα ἔργα, στενοχώρια που δε βρίσκει γιατρειά ή βοήθεια, στο ίδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για όνειρα, ανεξήγητος, ανερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ. 3. ακατάληπτος, άπειρος, άμετρος, σε Πλάτ.· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, υπέρτατη ευτυχία, στον ίδ.· συχνά με αιτ., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, δηλ. ασύλληπτος ως προς το μέγεθος κ.λπ., στον ίδ., σε Ξεν.· ο Πλάτ. συχνά προσθέτει τις αναφ. αντων. οἷος, ὅσος και ὡς, όπως, ἀμήχανον ὅσον χρόνον, μια ασύλληπτη διάρκεια του χρόνου· ἀμηχάνως ὡς εὖ, υπερβολικά, εξαισίως καλά.
-
ἀ-μίαντος, -ον (μιαίνω), μη μιανθείς, αγνός, καθαρός, σε Θέογν.· ο Αισχύλ. αποκαλεί τη θάλασσα απλώς ἡ ἀμίαντος.
-
ἀ-μῐγής, -ές (μίγνυμι), μη αναμεμειγμένος, καθαρός, αγνός, ανόθευτος, σε Αριστ.
-
ἁμίθεος, Δωρ. αντί ἡμίθεος.
-
ἀμιθρέω, από Επικ. μεταθ. αντί ἀριθμέω, σε Θεόκρ.
-
ἄ-μικτος, -ον, I. αυτός που δεν είναι ανακατεμένος, αυτός που δεν αναμειγνύεται, σε Αισχύλ. II. ανόθευτος, καθαρός, αγνός, σε Πλάτ. III. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν συναγελάζεται με άλλους (πρβλ. μιγῆναι, έχω κοινωνικές επαφές), ακοινώνητος, απροσπέλαστος, λέγεται για τους Κενταύρους και τους Κύκλωπες, σε Σοφ., Ευρ.· ἀμ. τινι, δεν έχω σχέσεις με άλλους, στον ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για νόμους και έθιμα, ἄμ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ. 2. λέγεται για τόπους, αφιλόξενος, τραχύς, σε Ευρ.
-
ἅμιλλα, -ης, ἡ (ἅμα), 1. αγώνας για επικράτηση, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμή ισχύος, σε Πίνδ.· ποδοῖν, λόγων ἅμ., σε Ευρ.· ἀρετῆς, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., ἅμ. λέκτρων, συναγωνισμός για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, αγώνας για απόκτηση πλούτου ή παιδιών, στον ίδ.
-
ἁμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἡμιλλήθην, μετέπειτα ἡμιλλησάμην· παρακ. ἡμίλλημαι· (ἅμιλλα)· I. 1. αποθ., συναγωνίζομαι, φιλονικώ, ερίζω με κάποιον, Λατ. aemulari, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι εναντίον κάποιου πράγματος ή για κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· περί τινος, για κάτι, σε Λουκ. 2. με Παθ. σημασία, τὸ πεζὸν πρὸς ἀλλήλους ἁμιλληθέν, συναγωνίζεται ο ένας τον άλλο, σε Θουκ. II. λέγεται για μεμονωμένο άτομο, αγωνίζομαι, προσπαθώ, ἐπί τι, προς κάποιο σημείο, σε Ξεν.· πρός τι, για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.
-
ἁμίλλημα, -ατος, τό, αγώνας, σύγκρουση, συμπλοκή, βλ. ἄλεκτρος.
-
ἁμιλλητήρ, -ῆρος, ὁ (ἁμιλλάομαι), ανταγωνιστής στον αγώνα, βλ. τρόχος Β.
-
ἀμῑμητό-βιος, -ον, αυτός του οποίου την ζωή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς, σε Πλούτ.
-
ἀ-μίμητος[ῑ], -ον (μιμέομαι), απαράμιλλος, αμίμητος, μοναδικός, σε Ανθ.· τινι, σε κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
-
ἀμιξία, Ιων. -ίη, ἡ (ἄμικτος), λέγεται για πρόσωπα, έλλειψη επικοινωνίας, ἀλλήλων, μεταξύ τους, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Λουκ.· ἀμιξίη χρημάτων, έλλειψη χρηματικών συναλλαγών, σε Ηρόδ.
-
ἅμ-ιππος, -ον, I. αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. ταχύς σαν άλογο, σε Σοφ. II. ἅμιπποι, οἱ, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
-
ἀμίς, -ίδος, ἡ, ουροδοχείο, σε Αριστοφ.
-
ἀμισθί[ῑ], επίρρ. του ἄμισθος, σε Ευρ., Δημ.· χρημάτων ἀμ., χωρίς την ανταμοιβή των χρημάτων, σε Πλούτ.