Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-θεν"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [1461 - 1480]
ἄκων[ᾱ], ἄκουσα, ἆκον, Αττ. συνηρ. αντί ἀέκων.
ἄ-κωπος, -ον (κώπη), αυτός που δεν έχει κουπιά, σε Ανθ.
Ἀλᾰβάρχης, βλ. Ἀραβάρχης.
Ἀλᾰβαρχία[ᾰλ], , το αξίωμα του Ἀλαβάρχου, στην Αίγυπτο, ἐξ Ἀλαβαρχίης [ῑ], σε Ανθ.
ἀλᾰβαστο-θήκη, , θήκη για κοσμήματα από αλάβαστρο, σε Δημ.
ἀλάβαστος, [ᾰλᾰ-], , κουτί ή κασετίνα από αλάβαστρο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἀλάβαστρος είναι ο μεταγεν. τύπος στους Εβδ., σε Κ.Δ., Πλούτ.· ουδ. ἀλάβαστρον, σε Κ.Δ.· πληθ. ἀλάβαστρα ή -τα, σε Θεόκρ., Ανθ. (πιθ. ξεν. προέλ.).
ἅλᾰδε[ᾰλ], επίρρ. του ἅλς, προς ή στην θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης εἰςἅλασε, σε Ομήρ. Οδ.
ἁλά-δρομος, [ᾰλ], , σε Αριστοφ. Όρν. 1859· είτε από το ἅλλομαι, δρόμος με άλματα ή από το ἅλς, αγώνας πέρα από τη θάλασσα.
ἀλαζονεία, (ἀλαζών), ψευδής φιλοσοφία, αξίωση, βλέψη, εξαπάτηση, απάτη, αγυρτεία, τσαρλατανισμός, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀλαζόνευμα, -ατος, τό, εξαπάτηση, απάτη, τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
ἀλαζονεύομαι, μέλ. -εύσομαι· αποθ.· (ἀλαζών)· κομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.
ἀλαζονικός, , -όν (ἀλαζών), κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
ἀλαζών[ᾰλ], -όνος, , (ἄλη), κυρίως, I. περιπλανώμενος, πλανόδιος· έπειτα, αυτός που ψευδώς κομπάζει, απατεώνας, τσαρλατάνος, για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. II. ως επίθ., κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, Λατ. gloriosus, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἀλάθεια, ἀλᾱθής, Δωρ. αντί ἀλήθ-.
ἀλᾱθείς, Δωρ. αντί ἀληθείς, μτχ. αορ. αʹ του ἀλάομαι.
ἀλαίνω[ᾰλ] = ἀλάομαι, περιπλανιέμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἀλ. πόδα, περιπλανιέμαι πεζός, στον ίδ.
ἀλακάτα, , Δωρ. αντί ἠλακάτη.
ἀλαλά, Δωρ. αντί ἀλαλή.
ἀλᾰλᾰγή, , κραυγή, σε Σοφ.
ἀλάλαγμα, -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.