Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-θεν"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [1321 - 1340]
ἄκρα, Ιων. ἄκρη, (ἄκρος1. ακρωτήριο, κάβος, αιγιαλός, παράκτια έκταση, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. κορυφή βουνού, βουνοκορφή· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στη φράση κατ' ἄκρης, από κορυφής μέχρι θεμελίων, δηλ. εξ ολοκλήρου, πόλιν αἱρέειν κατ' ἄκρης, σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Αττ., κατ' ἄκρας, εξ ολοκλήρου, ολοκληρωτικά, σε Τραγ., Πλάτ. 3. ακρόπολη, Λατ. arx, σε Ξεν.
ἀ-κράαντος, [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.
ἀ-κρᾰγής, -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.
ἀκρ-ᾱής, -ές (ἄκρος, ἄημι), αυτός που πνέει, που φυσά δυνατά, αυτός που φυσάει ζωηρά, λέγεται για το βόρειο άνεμο και το δυτικό (Ζέφυρο), σε Ομήρ. Οδ.· si ἀκραὲς erit, αν θα είναι καλός καιρός, σε Κικέρων.
ἀκραῖος, , -ον (ἄκρα), αυτός που ζει, κατοικεί, διαμένει στα ύψη, σε Ευρ.
ἀκραιφνής, -ές, συγκοπτ. τύπος του ἀκεραιο-φανής (ἀκέραιος, φαίνομαι), I. αμιγής, καθαρός, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πενία ἀκρ., απόλυτη, πλήρης φτώχεια, ανέχεια, σε Ανθ. II. αβλαβής, ολόκληρος, Λατ. integer, σε Ευρ., Θουκ. 2. με γεν., άθικτος, ακηλίδωτος από κάτι, σε Σοφ.
ἄ-κραντος, -ον (κραίνω), όπως το Επικ. ἀκράαντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, άκαρπος, σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., μάταια, στον ίδ., σε Ευρ.
ἀκρᾱσία, (ἄκρᾱτος), κακή μείξη, κακή θερμοκρασία, σε Θεόφρ.
ἀκράτεια[κρᾰ]ἡ (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη ορμή, έλλειψη αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. τύπος είναι ἀκρᾰσία.
ἀ-κρᾰτής, -ές (α στερητικό κράτος), I. ανίσχυρος, αδύναμος, άτονος, εξασθενημένος, σε Σοφ. II. 1. με γεν. πράγμ., αυτός που δεν έχει δύναμη, εξουσία ή επιβολή σε κάτι, Λατ. impotens, γλώσσης, σε Αισχύλ.· ὀργῆς, σε Θουκ.· επίσης, ακρατής, έκλυτος στην χρήση ενός πράγματος, οἴνου, σε Ξεν., Αριστ.· περὶ τὰ πόματα, στον ίδ. 2. απόλ., αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του (στα πάθη του), αχαλίνωτος, Λατ. impotens sui, στον ίδ. 3. λέγεται για πράγματα, άμετρος, υπέρμετρος, υπερβολικός, παράλογος, δαπάνη, σε Ανθ.
ἀκρᾱτίζομαι, μέλ. -ῐοῦμαι, αποθ.· (ἄκρᾱτος)· πίνω κρασί που δεν έχει αναμιχθεί με νερό, πίνω καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, προγευματίζω, διότι το πρόγευμα αποτελούνταν από ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
ἀκράτισμα, [κρᾱ], -ατος, τό, πρόγευμα, πρωϊνό, σε Αριστ.
ἀκράτιστος[κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.
ἀκρᾱτοποσία, Ιων. ἀκρητοποσίη, , η πόση καθαρού, άκρατου κρασιού, σε Ηρόδ.
ἀκρᾱτο-πότης, -ου, Ιων. ἀκρητοπότης, -εω, (ἄκρατος, πίνω), ο πότης, αυτός που πίνει άκρατο κρασί δηλ. χωρίς πρόσμειξη νερού, σε Ηρόδ.
ἄ-κρᾱτος, Ιων. ἄ-κρητος, -ον (κεράννυμιI. 1. λέγεται για υγρά, αμιγής, άκρατος, ανόθευτος, καθαρός, λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, οἶνος ἄκρητος, κρασί χωρίς νερό, Λατ. merum, σε Ηρόδ.· και ἄκρατος (χωρίς το οἶνος), σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. μεταφ., ἄκρ. μέλαν, καθαρό μαύρο, σε Θεόφρ.· ἄκρατος νύξ, σκοτεινή νύχτα, σε Αισχύλ.· ἄκρ. νοῦς, καθαρός, διαυγής νους, σε Ξεν. 3. χρησιμοποιείται για συνθήκες, περιστάσεις ή καταστάσεις, αγνός, αμιγής, απόλυτος, ἐλευθερία, ἡδονή, σε Πλάτ.· ἄκρ. ψεῦδος, καθαρό ψέμα, στον ίδ.· επίρρ. -τως, απολύτως, σε Λουκ. 4. λέγεται για πρόσωπα, ακόλαστος, έκλυτος, υπερβολικός, αλόγιστος, θερμός, βίαιος, ἄκρατος ὀργήν, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται και για πράγματα που νιώθουμε, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα κ.λπ. II. Συγκρ. ἀκρατέστερος, υπερθ. -έστατος (όπως αν προερχόταν από το ἀκρατής).
ἀκράτωρ[ᾰ], -ορος, I. = ἀκρατῆς I, σε Σοφ. II. ἀκρατής II, σε Πλάτ.
ἀκράτως[ᾱ], I. επίρρ. του ἄκρᾱτος. II. ἀκρᾰτῶς, επίρρ. του ἀκρᾰτής.
ἀκρά-χολος, [ᾱ], -ον (ἄκρος, χόλος), I. οξύθυμος, οργίλος, φλογερός, αψύς, σε Αριστοφ. II. αυτός που βρίσκεται σε παράφορη θλίψη, σε Θεόκρ.
ἀκρέμων, -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.