
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "-ήτης"
- χείρωμα, -ατος, τό, I. 1. αυτό το οποίο κατακτάται, κατάκτηση, σε Αισχύλ. 2. έργο βίας, επίθεση, σε Σοφ. II. εργασία που έγινε με τα χέρια, τυμβοχόα χειρώματα, λέγεται για χώμα που ρίχνεται πάνω στον τάφο, σε Αισχύλ.
-
χείρων, ὁ, ἡ, ουδ. χεῖρον, ουδ. -ονος, αιτ. -ονα· ονομ. και αιτ. πληθ. χείρονες, -ας, χείρονα, συνηρ. στον Αττ. πεζό λόγο, χείρους, χείρω· δοτ. χείροσι, ποιητ. χειρόνεσσι (για Επικ. και Δωρ. τύπους χερείων, χερῄων, ποιητ. χειρότερος και χερειότερος, βλ. αυτ.)· ανώμ. συγκρ. του κακός (από √ΧΕΡ, βλ. χερείων II)· I. 1. λέγεται για ανθρώπους, χειρότερος, προστυχότερος, υποδεέστερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων, σε Ομήρ. Ιλ.· με ηθική έννοια, χειρότερος από τους άλλους, πανούργος, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. χειρότερος σε ποιότητα, κατώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· χείρων ἐς τὴν ἀρετήν, σε Πλάτ.· χείρων τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· με απαρ., χείρων ποιεῖν, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πράγματα, κατώτερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 2. χειρότερος, σοβαρότερος, σφοδρότερος, βαρύτερος, νόσος, σε Ευρ.· μοῖρα, σε Πλάτ. III. ουδ. χρησιμ. και: 1. ως ουσ., τὰ χερείονα, η χειρότερη συμβουλή, λανθασμένη συμβουλή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ τὸ χεῖρον, τρέπεσθαι, κλίνειν, εκπίπτω, γίνομαι χειρότερα, σε Ξεν. 2. ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χεῖρόν (ενν. ἐστι) ή χεῖρον (ενν. ἔσται), αυτό είναι ή θα γίνει χειρότερο για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· οὐ χεῖρον, σε μια απάντηση, δεν θα κάνεις άσχημα, σε Αριστοφ. 3. α) ως επίρρ., όπως Λατ. pejus, χειρότερο, χεῖρον βουλεύεσθαι, σε Θουκ.· βιῶναι ζῆν, σε Πλάτ. β) σε μικρότερο βαθμό, λιγότερο, σε Ξεν. κ.λπ.
Β. υπερθ. χείριστος, -η, -ον, χείριστος, Λατ. pessimus, σε Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, οἱ χείριστοι, άνθρωποι κατώτατου επιπέδου, σε Ξεν. - Χείρων, -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ (χείρ), Χείρων, ένας από τους Κενταύρους, διάσημος χειρουργός (πρβλ. χειρουργός II), δάσκαλος του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.
- χειρ-ῶναξ, -ακτος, ὁ, κάποιος που είναι κύριος των χεριών του, (ἄναξτῶν χειρῶν), δηλ. αυτός που εργάζεται με τα χέρια του, τεχνίτης, δημιουργός, σε Ηρόδ.
- χειρωναξία, Ιων. -ίη, ἡ, εργασία με το χέρι, τέχνη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
- Χειρωνίς (ενν. βίβλος), -ίδος, ἡ, βιβλίο χειρουργικής, σε Ανθ.
- χείσομαι, μέλ. του χανδάνω.
- χείω, Επικ. αντί χέω, χύνω.
- χελεύς, -έως, ὁ, = χέλυς, σε Ησύχ.
- χελῑδόνειος, -ον, βλ. χελιδόνιος.
- χελῑδόνιον, τό, φυτό, σε Θεόκρ., Ανθ.
- χελῑδόνιος ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο χελιδόνι, όμοιος με χελιδόνι, ιδίως με χρώμα όμοιο με το χρώμα του λαιμού του χελιδονιού, ερυθρός-μελαμψός, κοκκινόμαυρος, σε Αριστοφ.
- χελῑδονίς, -ίδος, ἡ, ποιητ. αντί χελιδών, σε Ανθ.
- χελῑδόνισμα, -ατος, τό, τραγούδι του χελιδονιού, παλιό τραγούδι που το τραγουδούσαν κατά την επιστροφή των χελιδονιών, πρβλ. Αριστοφ. Όρν. 1410 κ.ε.
- χελῑδών, -όνος, ἡ, κλητ. χελιδόν, επίσης χελιδοῖ (όπως αν προερχόταν από ονομ. χελιδώ)· χελιδόνι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. I. η λαλιά του χελιδονιού χρησιμοποιήθηκε παροιμ. για τις βάρβαρες γλώσσες από τους Έλληνες, σε Αισχύλ.· χελιδόνων μουσεῖα (βλ. μουσεῖον)· παροιμ., επίσης, μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ, σε Αριστ. II. η μαλακή ουσία στην οπλή του αλόγου· λέγεται έτσι επειδή έχει μορφή διχάλας όπως η ουρά του χελιδονιού, σε Ξεν.
- χελύνη[ῡ], ἡ, = χεῖλος, χείλος, σε Αριστοφ.
- χέλυς, -ῠος, ἡ, χελώνα, Λατ. testudo· I. έπειτα, από τότε που ο Ερμής κατασκεύασε λύρα, τεντώνοντας χορδές επάνω σε όστρακο χελώνας, η λέξη χέλυς έφτασε να σημαίνει λύρα, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Ευρ. II. κυρίως στήθος, στέρνο από την ομοιότητα του σχήματός του με τη ράχη της χελώνας, σε Ευρ.
- χελώνη, ἡ, χελώνα, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. I. παροιμ., λέγεται για την αναισθησία, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, ω χελώνες ευτυχισμένες στο χοντρό δέρμα σας! σε Αριστοφ. II. όπως το Ρωμ. testudo, σκεπή που δημιουργείται από ασπίδες που σκεπάζουν η μία την άλλη όπως οι φολίδες στη ράχη της χελώνας, που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό μέσο κατά την έφοδο στα τείχη μιας πόλης· έπειτα, γενικά, κινητή οροφή για την προστασία των πολιορκητών, σε Ξεν.
- χέννιον, τό, είδος μικρού ορτυκιού, σε Ανθ.
- χέρᾰδος, -εος, τό, λάσπη, άμμος, χαλίκια και σκουπίδια, λάσπη που κατεβάζουν οι χείμαρροι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).