Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-ήτης"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [1281 - 1300]
ἀ-κόνδῠλος, -ον (κονδύλη), αυτός που δεν έχει αρθρώσεις, που είναι χωρίς ρόζους, χωρίς χτυπήματα, γρονθοκοπήματα, σε Λουκ.
ἀκόνη[ᾰ], (ἀκή I), πέτρα ακονίσματος, ακόνη, ακονόπετρα, σε Πίνδ. κ.λπ.
ἀκονῑτί[τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.
ἀκονῑτικός, , -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.
ἀκόνῑτον, τό, ακονίτης, δηλητηριώδες φυτό, σε Θεόφρ. (αμφίβ. προέλ.).
ἀ-κόνῑτος, -ον (κόνις), ο χωρίς κονιορτό, σκόνη.
ἀκοντί[ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.
ἀκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (ἄκων), I. 1. ακόντιο, τινός, εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· το όπλο τίθεται σε δοτ., ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ, όρμησε με το δόρυ του, στο ίδ.· επίσης σε αιτ., ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα, έριξαν, εξακόντισαν τα δόρατά τους, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. προσ., χτυπώ, πλήττω με το δόρυ, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., τραυματίζομαι ή πληγώνομαι από ακόντιο, σε Ευρ., Ξεν. 3. φεγγοβολώ, ακτινοβολώ, εκπέμπω ακτινοβολία, λέγεται για το φεγγάρι, σελήνη, σε Ευρ. II. αμτβ., τρυπώ, διαπερνώ, εἴσω γῆς, στον ίδ.
ἀκόντιον, τό, υποκορ. του ἄκων, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.
ἀκόντῐσις, -εως, (ἀκοντίζω), εξακόντιση, σε Ξεν.
ἀκόντισμα, -ατος, τό (ἀκοντίζω), I. απόσταση που διατρέχει το ακόντιο, σε Ξεν. II. αυτό που εξακοντίζεται, βέλος, ακόντιο, σε Πλούτ. III. στον πληθ. = ἀκοντισταί, στον ίδ.
ἀκοντισμός, = ἀκόντισις, σε Ξεν.
ἀκοντιστήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Ευρ.
ἀκοντιστής, -οῦ, (ἀκοντίζω), τοξότης, ακοντιστής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
ἀκοντιστικός, , -όν (ἀκοντίζω), επιδέξιος, έμπειρος στην ρίψη ακοντίου, σε Ξεν.
ἀκοντιστύς, -ύος, , Ιων. αντί ἀκόντισις, ο αγώνας της ρίψης του ακοντίου, σε Ομήρ. Ιλ.
ἄ-κοπος, -ον, χωρίς κόπο, επομένως, I. Παθ., ακούραστος, σε Πλάτ. II. Ενεργ., όχι κουραστικός, λέγεται για άλογο, εύκολος, σε Ξεν. 2. αυτός που αποβάλλει την κούραση, αναζωογονητικός, σε Πλάτ.
ἀ-κόρεστος, -ον (κορέννυμι), Αττ. αντί ἀκόρητος, I. 1. αχόρταγος, σε Τραγ.· με γεν., αχόρταγος, άπληστος σε κάτι, σε Αισχύλ.· σε Σοφ. πάντων ἀκορέστατος, ο πιο αχόρταγος, απληστότατος, αυθαδέστατος, η λέξη είναι είτε συγκοπτ. αντί ἀκορεστότατος ή υπερθ. του ἀκορής, -ές = ἀκόρεστος. 2. λέγεται για πράγματα, άπληστος, συνεχής, αδιάκοπος, Λατ. improbus, σε Τραγ. II. 1. Ενεργ., όχι χορταστικός, σε Αισχύλ. 2. αυτός που δεν υπόκειται σε κορεσμό, σε χόρτασμα, φιλία, σε Ξεν.
ἀκόρετος-ον , ποιητ. αντί ἀκόρεστος, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀ-κόρητος, -ον (κορέννυμι), I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.