Αποτελέσματα για: "-ήρης"
Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [40781 - 40800]
-
Φῡσί-γνᾰθος, ὁ, αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
-
φῠσι-γνώμων, -ον, = φυσιογνώμων, σε Θεόκρ.
-
φῦσιγξ, -ιγγος, ἡ, κοτσάνι σκόρδου ή το εξωτερικό περίβλημα της σκελίδας του σκόρδου (αμφίβ. προέλ.).
-
φῠσί-ζοος, -ον (φύω, ζωή), αυτός που παράγει ζωή, σε Όμηρ.
-
φῠσικός, -ή, -όν (φύσις)· I. φυσικός, αυτός που παράγεται από τη φύση, αντίθ. προς διδακτός, σε Ξεν., Αριστ. II. αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στην τάξη της εξωτερικής φύσης, φυσιολογικός, φυσικός αντίθ. προς ἠθικός, σε Αριστ.
-
φῠσιογνωμονέω, εξετάζω τα εξωτερικά χαρακτηριτικά, κρίνω το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, σε Δημ.
-
φῠσιο-γνώμων, -ον, γεν. -ονος, αυτός που κρίνει το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, σε Αριστ.
-
φῡσιόω (φῦσα), φουσκώνω, σε Κ.Δ. (για Επικ. μτχ. φυσιόων, βλ. φυσιάω).
-
φύσις[ῠ], ἡ, γεν. φύσεως, Ιων. φύσιος, Αττ. δυϊκ. φύσει ή φύση· (φύω)· I. 1. φύση, φυσική κατάσταση, δύναμη, σύσταση, συνθήκη ενός ανθρώπου ή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 2. όπως το φυή, μορφή, ανάστημα, ἢ νόον ἤ τοι φύσιν, ή κατά τον νουν ή κατά την εξωτερική μορφή, σε Πίνδ.· τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε, φράζε, σε Σοφ.· τὴν ἐμὴν ἰδών φύσιν, σε Αριστοφ. 3. σχετικά με το πνεύμα, η φύση κάποιου, φυσική κλίση, φυσική δύναμη χαρακτήρας, σε Σοφ. κ.λπ. 4. συχνά περιφρ., πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, δηλ. θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και πέτρα, σε Σοφ.· ἡ φύσις αὐτοῦ αντί αὐτός, σε Πλάτ. II. 1. φύση, δηλ. η σειρά ή η τάξη της φύσης, κατὰ φύσιν πεφυκέναι, είμαι φτιαγμένος έτσι από τη φύση μου, φυσικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς παρὰ φύσιν, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, προδότης ἐκ φύσεως, προδότης από τη φύση του, σε Αισχίν.· ομοίως σε δοτ., φύσει, από τη φύση, φυσικά, σε Αριστοφ. κ.λπ.· φύσιν ἔχει, με απαρ., είναι φυσικό ότι..., σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. αρχή, γέννηση, φύσει γεγονότες εὖ, σε Ηρόδ.· φύσει νεώτερος, σε Σοφ.· ομοίως, τὴν φύσιν, σε Ξεν. III. φύση, σύμπαν, σε Πλάτ., Αριστ. IV. ως κάτι συγκεκριμένο, πλάσματα, ζώα (πρβλ. φύστις), θνητὴ φύσις, η ανθρωπότητα, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, τα πλάσματα της θάλασσας, στον ίδ.· θήλεια φύσις, η γυναικεία φύση, σε Ξεν.· αἱ τοιαῦται φύσεις, τέτοιου είδους πλάσματα όπως αυτά, σε Ισοκρ. V. φύση, είδος, γένος, βιοτῆς φύσις, σε Σοφ.· γένος, σε Ξεν. VI.φύλο, σε Σοφ., Θουκ.
-
φῡσίωσις, -εως, ἡ (φυσιόομαι), φυσική τάση, ροπή, σε Κ.Δ.
-
φύσκη, ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ.
-
φυστή (ενν. μᾶζα), ἡ, είδος γλυκίσματος με κριθάρι, ζύμη που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· φυστή μᾶζα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
-
φύστις, -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.
-
φῠτᾰλία, Ιων. -ίη, ἡ (φυτόν)· I. μέρος με φυτά, φυτεία ή αμπελώνας, αντίθ. προς σπαρτή γη (ἄρουρα), σε Ομήρ. Ιλ. II. φυτό, σε Ανθ. (το υ γίνεται μακρό στους δακτυλικούς στίχους).
-
φῠτάλμιος, -ον (φύω)· I. αυτός που παράγει, τρέφει, περιθάλπει, φυτάλμιοι γέροντες, πατέρες ή ηλικιωμένοι γονείς, σε Αισχύλ.· λέκτρα φυτάλμια, το συζυγικό κρεβάτι, σε Ευρ. II. φυσικός, προερχόμενος από τη φύση· στον Οιδ. Κολ. 150 του Σοφ., πρέπει να υπάρχει η εξής στίξη: ἒ ἒ ἀλαῶν ὀμμάτων! ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος δυσαίων, αχ! τα τυφλά σου μάτια! πες, είσαι τόσο δυστυχισμένος εκ φύσεως, από τη γέννησή σου;
-
φῠτεία, ἡ (φυτεύω)· I. φύτευμα, σε Ξεν. II. ανάπτυξη φυτού, στον ίδ. III. φυτό, σε Κ.Δ.
-
φύτευμα, -ατος, τό, φυτό, σε Πίνδ., Σοφ.
-
φῠτευτήριον, τό, I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν. II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.
-
φῠτευτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.
-
φῠτεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐφύτευσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐφυτεύθην, ποιητ. γʹ πληθ. φύτευθεν, παρακ. πεφύτευμαι· (φυτόν)· I. 1. φυτεύω δέντρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Ησίοδ., Ξεν. — Μέσ. φυτεύω, λέγεται για τον εαυτό μου, σε Πίνδ. 2. μεταφ., γεννώ παιδιά, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὁ φυτεύσας μόνο, ο πατέρας, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· οἱ φυτεύσαντες, οι γονείς, σε Σοφ.· μεταφ., ὕβρις φυτεύει τύραννον, στον ίδ. — Παθ., γεννιέμαι από γονείς, τινος ἔκ ή ἀπό τινος, σε Πίνδ., Σοφ. 3. γενικά, παράγω, επιφέρω, προξενώ, κακὸν ή κακὰ φυτεύω, σε Όμηρ.· φυτεύω πῆμα, σε Σοφ. — Παθ., ὄλβος σὺν θεῷ φυτευθείς, στον ίδ. II. φυτεύω το έδαφος με δέντρα που παράγουν φρούτα, φυτεύω γῆν, σε Θουκ.· φυτεύω ἀγρόν, σε Ξεν. — Παθ., γῆ πεφυτευμένη, αντίθ. προς ψιλή, σε Ηρόδ., Ξεν.