Αποτελέσματα για: "-ήρης"
Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [40741 - 40760]
-
φῡλετικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον φυλέτην, φυλετικός, σε Αριστ.
-
φῡλή, ἡ (φύω), όπως φῦλον, I. ράτσα ή φυλή ανθρώπων, κατὰ φυλάς, σε Ξεν. II. 1. σώμα (σύνολο) ανθρώπων που ενώνεται με δεσμούς αίματος ή λόγω καταγωγής, γενιά (φυλή), όπως ήταν οι φυλές στους Δωριείς (φυλὴ γενική), σε Πίνδ.· λέγεται για τις τέσσερις παλιές Αττικές φυλές, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για τους Ιουδαίους, σε Κ.Δ. 2. φυλή που ενώνεται από τη συνοίκηση στο ίδιο μέρος, όπως εκατονταρχία ή κομητεία, όπως ήταν οι δέκα τοπικές φυλές στην Αθήνα που σχηματίστηκαν από τον Κλεισθένη (φυλὴ τοπική), σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι υποδιαιρέσεις των γενικών φυλών ήταν οι φρατρίαι, ενώ των τοπικών ήταν οι δῆμοι. III. διαίρεση στο στρατό που αποτελείται από μια φυλή, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, σώμα ιππικού, σε Ξεν.· πρβλ. φύλαρχος II.
-
φῠλία, ποιητ. —ίη, ἡ, δέντρο που αναφέρεται μαζί με την ελιά, σε Ομήρ. Οδ.· είτε άγρια ελιά, είτε σχίνος.
-
φυλλάς, -άδος, ἡ (φύλλον), 1. σωρός από φύλλα ή στοιβάδα από φύλλα, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. φύλλα ή φύλλωμα δέντρου, σε Αισχύλ.· κλαδί ή κλάρα, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. ποιητ. αντί δέντρο ή φυτό, φυλλὰς Παρνησία, δηλ. η δάφνη, σε Ευρ.· φυλλὰς μυριόκαρπος, λέγεται για πυκνό άλσος, σε Σοφ.
-
φυλλεῖον, τό, συνήθως σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η μέντα και ο μαϊντανός, σε Αριστοφ.
-
φύλλινος, -η, -ον, (φύλλον), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από φύλλα, φτιαγμένος από φύλλα, σε Θεόκρ., Λουκ.
-
φυλλοβολέω, μέλ. -ήσω, αποβάλλω τα φύλλα, σε Αριστοφ.
-
φυλλο-βόλος, -ον (βάλλω), αυτός που ρίχνει τα φύλλα, σε Αριστοφ.
-
φυλλό-κομος, -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.
-
φύλλον, τό (φλέω)· I. 1. φύλλο· στον πληθ., φύλλα ή περιληπτικά, φύλλωμα δέντρου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν, τέτοια είναι η γενιά των φύλλων, όπως είναι και των ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· φύλλοις βάλλειν, σε Ευρ.· σε ενικ., φύλλον ἐλαίας, ποιητ. αντί ἐλάα, σε Σοφ.· μεταφ. λέγεται για χορικά άσματα, φύλλ'ἀοιδᾶν, σε Πίνδ. 2. λέγεται για λουλούδια, πέταλο, σε Ηρόδ., Θεόκρ. II. ιατρικό βότανο, σε Σοφ.
-
φυλλο-ρόος, -ον (ῥέω), φυλλοβόλος.
-
φυλλορροέω, μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα, σε Κωμ. φράση, φυλλορροέω ἀσπίδα, ρίχνω ή αφήνω την ασπίδα μου να πέσει, σε Αριστοφ.
-
φυλλό-στρωτος, -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.
-
φυλλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει φύλλα, φυλλοφόρος ἀγών, αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι στεφάνι από φύλλα, σε Πίνδ.
-
φυλλο-χοέω, ρίχνω φύλλα ή μαλλιά, σε Ανθ.
-
φυλλο-χόος, -ον (χέω), αυτός που ρίχνει φύλλα.
-
φῡλο-κρῐνέω, κάνω διακρίσεις στις φυλές, σε Θουκ.
-
φῦλον, τό (φύω)· I. 1. ράτσα, φυλή, τάξη ανθρώπων, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά σε πληθ., σμήνος, επίσης λέγεται για άλλα ζώα, σμήνη από σκνίπες, σε Ομήρ. Ιλ.· φῦλον ὀρνίθων, ράτσα πουλιών, σε Σοφ. 2. φύλο, σε Ησίοδ.· τὸ θήλυ, τὸ ἄρρεν φῦλον, σε Ξεν. II. με πιο στενή σημασία, ράτσα, φυλή ανθρώπων, έθνος, φῦλα Πελασγῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· κελαινὸν φῦλον, λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. ακόμα πιο στενή σημασία, = φυλή II. I., γενιά ή φυλή ανθρώπων που συγγενεύουν λόγω αίματος ή καταγωγής, κατὰ φῦλα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
φύλοπις[ῡ], -ιδος, αιτ. -ιδα και -ιν, ἡ, κραυγή μάχης, βοή μάχης, μάχη, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
-
φῦμα, -ατος, τό (φύω), όπως φυτόν, ανάπτυξη, γέννημα, προϊόν· ιδίως, όγκος, σε Ηρόδ.