Αποτελέσματα για: "-ήρης"
Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [241 - 260]
-
ἀγκῠλόω, μέλ. -ώσω (ἀγκύλος), κάμπτω, κυρτώνω, λυγίζω· τὴν χεῖρα — Παθ., ὄνυχας ἠγκυλωμένος, αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια, γαμψές οπλές, έτοιμες για μάχη, σε Αριστοφ.
-
ἀγκῠλωτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγκυλόω· λέγεται για ακόντια, ακόντιο εξοπλισμένο με λουρί, ιμάντα (ἀγκύλη), έτοιμο για ρίψη, εξακόντιση, σε Ευρ.
-
ἄγκῡρα, ἡ (ἄγκος), Λατ. ancŏra, άγκυρα, απαντά πρώτα στον Αλκαίο και στο Θέογν., επειδή στον Όμηρ. αναφέρεται μόνο το εὐναί, δηλ. λίθοι χρησιμοποιούμενοι ως άγκυρες· ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· παρομοίως και στο: ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν, δηλ. «έχω δύο χορδές στο τόξο μου», σε Δημ.· πρβλ. ὀχέω· ἐπὶ τῆς αὐτῆς (ενν. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, δηλ. «το να βρίσκεται κάποιος στο ίδιο πλοίο με τους πολλούς», συμπορεύομαι, συμπλέω, στον ίδ.
-
ἀγκῡρίζω,μέλ. Αττ. -ῐῶ, ρίχνω κάτω με το τέχνασμα του αγκιστριού, δηλ. γαντζώνοντας το πόδι πίσω από το γόνατο του άλλου, στην πάλη, σε Αριστοφ.
-
ἀγκύριον, τό, υποκορ. του ἄγκῡρα, σε Λουκ.
-
ἀγκών, -ῶνος, ὁ (ἄγκος), I. 1. κλείδωση βραχίονα, αγκώνας, σε Όμηρ. 2. γενικά, χέρι, βραχίονας, όπως το ἀγκάλη, σε Πίνδ., Σοφ. II. κάθε γωνία, όπως η προεξέχουσα γωνία τείχους, σε Ομήρ. Ιλ.· καμπή ή έκταση ποταμού, σε Ηρόδ.· ἕσπεροι ἀγκῶνες, στο Σοφ., φαίνεται ότι σημαίνει τη δυτική καμπή του όρμου του Ροιτείου κοντά στο στόμιο του Σιμόεντος.
-
ἀγλα-έθειρος, -ον (ἔθειρα), ξανθόμαλλος, χρυσομάλλης, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ἀγλαΐα, Ιων. -ΐη, ἡ (ἀγλαός), 1. λαμπρότητα, ομορφιά, ευκοσμία· ἀγλαΐηφι πεποιθώς (Επικ. δοτ.), σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία, πομπώδης επίδειξη, ματαιότητα· και στον πληθ., μάταια πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 2. θρίαμβος, δόξα, σε Πίνδ., Σοφ.· στον πληθ., γιορτές, διασκεδάσεις, κέφι, ευθυμία, πανήγυρεις, πομπές, φαιδρότητα, σε Ησίοδ.
-
ἀγλαΐζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἠγλάϊσα (ἀγλαός)· I. κάνω κάτι λαμπρό ή γυαλιστερό, σε Πλούτ. II. Μέσ. και Παθ., στολίζομαι μόνος μου ή στολίζομαι με κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι, αγαλλιάζω· σέ φημι ἀγλαϊεῖσθαι, θεωρώ ότι εσύ θα ευχαριστηθείς, θα βρεις ικανοποίηση με αυτούς (ενν. τοῖςἵπποις), σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀγλάϊσμα, -ατος, τό, κόσμημα, τιμή, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
ἀγλαό-γυιος, -ον (γυῖον), αυτός που διαθέτει ωραία μέλη σώματος, σε Πίνδ.
-
ἀγλαό-δενδρος, -ον (δένδρον), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ.
-
ἀγλαό-δωρος, -ον (δῶρον), αυτός που χορηγεί λαμπερά, ένδοξα δώρα, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ἀγλαό-θῡμος, -ον, αυτός που έχει ευγενική ψυχή, σε Ανθ.
-
ἀγλαό-καρπος, -ον, αυτός που φέρει ωραίους ή χρήσιμους καρπούς, σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομηρ. Ύμν. λέγεται για τη Δήμητρα, η δότρια, η χορηγός των καρπών της γης.
-
ἀγλαό-μορφος, -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, ο εύμορφος, σε Ανθ.
-
ἀγλαός, -ή, -όν και -ός, -όν, I. περίφημος, γυαλιστερός, λαμπερός, όμορφος, σε Όμηρ., Ησίοδ. II. λέγεται για πρόσωπα, ωραίος ή φημισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ξακουστός, περίφημος, γνωστός για κάτι, στο ίδ.
-
ἀγλαο-τρῐαίνης, -ου, ὁ, Δωρ. αιτ. -ᾰν (τρίαινα), ο θεός της λαμπρής τρίαινας, σε Πίνδ.
-
ἀγλα-ώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.
-
ἄγλῑς, γεν. ἄγλῑθος, ἡ· μόνο στον πληθ., κεφάλι σκόρδου που αποτελείται από πολλές σκελίδες, σε Πίνδ.