Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥῡτός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ῥῡτός, , -όν (*ῥύω=ἐρύω1. αυτός που σύρεται κατά μήκος· ῥυτοῖσι λάεσσι, λίθοι, πέτρες που σύρονται, τραβιούνται, έλκονται κατά μήκος εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους, σε Ομήρ. Οδ. 2. στον πληθ., τὰ ῥῦτά, χαλινάρια, ηνία, σε Ησίοδ.
ῥῠτός, , -όν (ῥέω), ρέων, ρευστός, υγρός, σε Τραγ.