
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ᾅδης"
- ᾅδης ή Ἅιδης, -ου, ὁ, στον Όμηρ. επίσης Ἀΐδης, -αο και -εω· Δωρ. Ἀΐδας, -α· υπάρχει επίσης και γεν. Ἄϊδος, δοτ. Ἄϊδι (όπως αν προερχόταν από το Ἄϊς)· (από α στερητικό, ἰδεῖν)· I. Άδης ή Πλούτωνας (πρβλ. Πλούτων), ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία· Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ' Ἀΐδης, σε Ομήρ. Ιλ.· ονομάζεται και Ζεὺς καταχθόνιος, στο ίδ.· εἰν ή εἰς Ἀΐδαο (ενν. δόμοις, δόμους), στον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· εἰν Ἄϊδος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν Ἅιδου, ἐς Ἅιδου (ενν. οἴκῳ, οἶκον), σε Αττ.· επίσης Ἄϊδόσδε, επίρρ., στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ως προσηγορικό, ο Άδης, ο Κάτω Κόσμος· εἰσόκεν Ἄϊδι κεύθωμαι, στο ίδ.· ἐπὶ τὸν ᾅδην, σε Λουκ.· εἰς ἀΐδην, σε Ανθ.· ἐν τῷ ᾅδῃ, σε Κ.Δ. 2. τάφος, θάνατος· ᾅδης πόντιος, θάνατος στη θάλασσα, σε Αισχύλ. κ.λπ. (ᾰῐδης, σε Όμηρ., Αττ. ᾷδης· αλλά σε Τραγ. επίσης ᾱῐδας· γεν. ᾰῐδεω ως ανάπαιστος στον Όμηρ.· γεν. ᾰῐδᾱο, στον ίδ.· γεν. ᾱῐδος πριν από φωνήεν, σε Ομήρ. Ιλ.).