Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὥσπερ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὥςπερ ή ὥσπερ, επίρρ. του τρόπου, έτσι όπως, σαν να, ακριβώς όπως, καθώς· ἀλώμενος ὥσπερ Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον Όμηρ. συχνά παρεμβάλλεται μια λέξη ανάμεσα στα ὡς και περ, π.χ., ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ· ὥσπερ εἶχον, ακριβώς όπως αυτοί ήταν, τότε και εκεί, σε Ηρόδ.· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν, σε Ξεν.· επιτετ., ὥσπερ γε, ακριβώς όπως, καθώς, σε Αριστοφ.· ὁμοίως, ὥσπερ, σε Θουκ. II. περιορίζει ή τροποποιεί κάποιον ισχυρισμό, όπως το ὡσπερεί, οιονεί, ωσάν, όπως ήταν, Λατ. tanquam· ὥσπερ ἐγγελῶσα, σε Σοφ. III. χρησιμοποιείται για δήλωση χρόνου, αμέσως όταν..., σε Αριστοφ.